United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' όξω, απ' τα οργώματα, γυρνούνε οι ζευγολάτες, Ηλιοκαμμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι, Με τους ζυγούς, με τα βαριά τ' αλέτρια φορτωμένοι Και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους. Τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τραχηλάτα, «Οώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσινέ, Λαμπίρη»· Κι' αργά τα βόιδια περπατούν και πού και πού μουγγρίζουν.

Ουδέν όμως υπέστη τοσαύτην καταστροφήν όσον η βομβυκοτροφία. Τα καματερά, τα οποία, ως είδομεν, έκτακτον εσοδείαν προεμήνυον εφέτος, ηπειλούντο διά τελείας καταστροφής, στερούμενα τροφής. Θρήνος και οδυρμός μεταξύ των γυναικών.

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Τ' απόσπερνο κι' αποβραδύς, που βασιλεύει ο ήλιος, Και με τα δυο καματερά γυρνάει ο ζευγολάτης Απ' τ' όργωμά τουτο χωριό, τέτοια τραγούδια λέγει. Ο αγωγιάτης, τες ερμιές, τα δάση που διαβαίνει, τον σάλαγον, οπού χτυπά τα φορτωμένα ζα του, Για να περνάη το μάκρεμα, τέτοια τραγούδια λέγει.

Όσαι είχον άνδρας, έστειλαν βεβαίως τους άνδρας των, αλλ' όσαι δεν είχον, ή ηγόρασαν φύλλα παρά τινων αγαθών γειτονισσών ή εγκατέλιπον τα καματερά εις την τύχην των. Και ήκουες: — Πάει το καματερό! — Αρί-καϋμένη, πάει πλειο. Κρίμα και κρίμα! Και ηκούσθη και γραία τις θρηνούσα αληθώς υψηλά εις τον βράχον ως επί απωλεία ανθρώπου επανειλημμένως οδυρομένη «Καματερό μου, καματεράκι μου

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Χειμώνακαλοκαίρι οργώνουμε ακατάπαυστα το κύμα· κύμα άβουλο, άκαρπο, αχάριστο σ' εμάς σαν το στειρολίθαρο. Βώδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης υποταχτικά θ' αυλακώνουμε το αρμυρό χωράφι μόνον τη φάκνα μας έχοντας ανταμοιβή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν' αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δεν λέγω πως θα μείνουμε και τόρα ήσυχοι.

Σπρώχνε, βορειά, το κύμα Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση. Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση. Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα Που αγριεμένα θα τα ιδής.