United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άπιστοι άνθρωποι σε κατηγορούν για μεγάλη προδοσία. Μη ρωτάς: δε θα μπορούσα να επαναλάβω τα λόγια τους χωρίς και οι δυο μας να εξευτελισθούμε. Μη ζητάς λόγια να με καταπραΰνουν. Αισθάνομαι πώς θάμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Μολαταύτα δεν πιστεύω τους προδότες. Αν τους πίστευα, θα σε είχα κι' όλας σκοτώσει με θάνατο ατιμωτικό.

Η τοιαύτη άρα σκέψις δεν ωφελεί την παράλογον ελπίδα, την οποίαν έχετε σήμερον περί της σωτηρίας σας. ΜΗΛ. Ημείς όμως νομίζομεν ότι ίσα ίσα διά το συμφέρον των δεν θα θελήσουν προδίδοντες τους Μηλίους, αποίκους αυτών όντας, να φανούν άπιστοι προς τους Έλληνας όσοι είναι φίλοι των και να γίνουν ωφέλιμοι εις τους εχθρούς των.

Φαινότανε στον Τριστάνο ότι ολοζώντανος βάτος με κοφτερά αγκάθια και μεθυστικά άνθη εβύθιζε της ρίζες του στο αίμα της καρδιάς του και με δυνατά δεσμά ένωνε το σώμα του στο ωραίο σώμα της Ιζόλδης, και μαζύ όλη τη σκέψι του κι' όλες της επιθυμίες του. Σκεφτότανε: «Αντρέ, Ντενοαλέν, Γκενελόν, και Γοντοΐν, άπιστοι που με κατηγορούσατε ότι είχα στο μάτι τη χώρα του Βασιληά Μάρκου!

Γέμισαν » Αι ρεμματιαίς κ' οι λάκκοι.» « Ψηλάτης μάχης το βρασμό, »'Σ της μάχης την αντάρα, » Να! και πλακόνω λαίμαργος, » Για αίμα διψασμένος, «'Σάν σε βουβάλια λέοντας » Ρίχνεται λιμαγμένος... » Με βλέπουνε οι άπιστοι,... » Τους έπιασε τρομάρα

Γυφτοπούλα, είπεν άλλη των γυναικών, ένα πράγμα ήθελα να σ' ερωτήσω. Αληθεύει, ότι εσείς, η φυλή σας, τρώγετε ανθρώπινον κρέας; — Μπα, αυτό δεν το κάμνουν, μη κολάζεσαι άδικα. — Και ότι ξεχώνετε την νύκτα τους πεθαμένους και τους γδύνετε; — Τέτοιο φριχτό πράγμα! — Πιστεύεις να το κάμνουν αυτό; — Μήπως είνε αυτοί άνθρωποι σαν ημάς; — Αυτοί είνε άπιστοι. — Άθρησκοι. — Αφύσικοι.

Εκτός του εξαδέλφου του Νικήτα, πάντες οι λεγόμενοι ανώτεροι στρατιωτικοί ήσαν άπιστοι προς αυτόν και εχθροί. Αυτή η Σύγκλητος αντεπολιτεύετο προς αυτόν. Μόνον ο λαός είχεν αγάπην απεριόριστον προς τον αυτοκράτορα. Η δε δημοτικότης του περιποιεί μεγάλην τιμήν εις τον άνδρα.

Λοιπόν ο Δούκας Αντρέ ήταν όπως και ο Τριστάνος, ανηψιός του Βασιληά Μάρκου. Γνωρίζοντας ότι ο Βασιληάς μελετούσε να γεράση άτεκνος για ν' αφήση την χώρα του στον Τριστάνο, ο φθόνος τους άναψε και με ψέμματα ερέθιζαν κατά του Τριστάνου τους Άρχοντες της Κορνουάλλης. «Πόσα θαύματα στη ζωή του! έλεγαν οι άπιστοι.

Τοιουτοτρόπως ουχί ο πόλεμος θα παύση διά του πολέμου, αλλά διά της ειρήνης θα παύσουν άνευ κόπων αι διαφοραί ημών, οι δε άπιστοι βοηθοί οι με εύσχημον πρόφασιν αδίκως ελθόντες θέλουν επιστρέψει άπρακτοι με εύλογον αιτίαν.

Τώρα ας με δέσουν ας με κάνουν ό,τι θέλουν, ας με σκοτώσουν, δε με μέλει πεια». Οι άπιστοι προδότες τόσο σφιχτά της είχαν δέσει τα σκοινιά που το αίμα έτρεχε από τα χέρια της αυλάκι. Αλλά εκείνη είπε γελαστή: «Αν έκλαιγα γι' αυτόν τον πόνο, την ώρα που ο καλός Θεός πήρε το φίλο μου από τα νύχια των απίστων, βέβαια, δε θάξιζα τίποτα

Κι’ ενώ μιλούσε ο Κωσταντής, τα μάτια της Χρυσάιδως Από τα δάκρυα τα πολλά, ετρέχανε σα βρύσες, Γιατί την έκαψε βαθυά ο πόνος της Πατρίδας, Που βρίσκεται αλυσόδετη στ’ Αγαρηνού τα χέρια, Κι’ ο πόνος του Μοναστηριού, του κοσμοξακουσμένου, Που το πατούν οι άπιστοι και τώχουνε τζαμί τους, Κι’ όταν απόειπε ο Κωσταντής τες ώμορφες ωρμήνιες, Γυρίζει με πολλή χαρά και λέγει του η Χρυσάιδω : —Μετά χαράς σου, Κωνσταντή, καμάρι της ψυχής μου, Κι’ αν δεν σου τάχω έτοιμα σε τρεις βδομάδες μέσα, Όπως μου τα είπες ταχτικά με την αράδαν όλα, Να μη με πούνε ταίρι σου, να μη με πουν Χρυσάιδω!—