United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου· Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης 515 Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δύναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· 520 Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης. Μ Υ θ Ο Σ Ζ.

Να νοιώθης πως νοιώθεις και να συλλογιέσαι πως συλλογιέσαι, αφτό είναι ζωή. Πόνεσε, βασανίσου, δεν πειράζει· τουλάχιστο ζης. Τι είναι η εφτυχία; Μια ενέργεια. Φτάνει κάτι να κάμνης, κάτι να νοιώθης, κάτι να συλλογιέσαι, και να ξέρης πως συλλογιέσαι και πως νοιώθεις· τότες έζησες, σώνει.

Δεν πειράζει· μας φτάνει σήμερα· απάντησε κυτάζοντας αλλού εκείνος. Υποψιάστηκε ο δικός μας κ' εσήκωσε το κεφάλι του. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά. — Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη. — Ναι· κάποιος έπαθε. — Από ποια; — Δεν ξέρω· μακριά ίδαμε τη σημαία του μετζάστρα. Έφτασαν όλες στο Ασπρονήσι· επήδησαν έξω τα πληρώματα.

Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε.

Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου, Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δυναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης.

Ο εύρωστος Αινόβαρβος κατεβλήθη υπό του οίνου, και η γλώσσα μου αρχίζει να τραυλίζη. Παρ' ολίγον να μας μεταμορφώση όλους η κραιπάλη αύτη. Είναι ανάγκη να είπω περισσότερα; Καλή νύκτα· δος μου το χέρι σου, Αντώνιε. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα σας συνοδεύσω και εις την ξηράν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Βεβαιότατα· δος μας το χέρι σου. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Κατέχεις, ω Αντώνιε, την οικίαν του πατρός μουΑλλά τι πειράζει· είμεθα φίλοι.

Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.

Μα την Ίσιδα, πώς είναι δυνατόν να μην είδε, αφού σε υπηρετεί τόσον καιρόν; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω ακόμη κάτι να τον ερωτήσω· αλλά δεν πειράζει· τον οδηγείς εις το δωμάτιόν μου όπου θα γράψω. Τα πάντα δύνανται ακόμη να λάβουν καλόν τέλος. ΧΑΡΜΙΟΝ. Σου το εγγυώμαι, κυρία. Αθήναι. Δωμάτιον εν τη οικία του Αντωνίου.

Κάτι μου εψιθύρισε πειστικά κ' επίσημα, πως το καράβι εκείνο δεν ήταν φίλος όχι· ήταν εχθρός αδιάφορος. Και τόσο εστοίχειωσε η δυσπιστία στην ψυχή μου, που ενώ οι σύντροφοι άφησαν πάλι την τρόμπα, εγώ τίποτα. — Ρε Καληώρα, δεν την παραιτάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέγει ο καπετάνιος· να το πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα; — Δεν πειράζει· είπα εγώ.