Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Κι' εκεί είταν ξένος ο γοργός Τυδέας, κι' οι Θηβαίοι πολλοί κι' αφτός μονάχος του, μα πάλι δε φοβούνταν, παρά τους αντροκάλεσε στα χέρια, κι' έναν ένα όλους τους νίκησε έφκολα, τι τόσο τον βοηθούσε 350 του Δία η κόρη, η Αθηνά.

Μου διηγήθηκε επίσης τις περιπέτειές του κ' έμαθα, πως τον είχε στείλει στο σουλτάνο του Μαρόκου μια χριστιανική Δύναμη για να κλείση μ' αυτόν το μονάρχη συνθήκη, με την οποίαν θα του προμηθεύανε μπαρούτι, κανόνια, καράβια κι' αυτός θα βοηθούσε στο ξεπάτωμα του εμπορίου των άλλων χριστιανών.

Ανόμοια όμως αυτή με τη Θεοδώρα σ' ένα πράμα, που δε στάθηκε κατόπι πιστή με τον άντρα της, μόνο ειπώθηκαν πολλά για τις αγάπες της μ' έναν κάποιο Θεοδόσιο από τη Θράκη. Πεντάξυπνη ως τόσο και φιλόδοξη, και τόσο αφοσιωμένη στα πολεμικά κινήματα του αντρού της, που σε πολλούς πολέμους τον ακολούθησε και τονέ βοηθούσε και μ' έργα και με την αντρίκια της γνώμη.

Πλάκωσε τέλος και ο Λέοντας, και δίχως άλλο ψυχή δε θαπόμνησκε, μόνο που πρόφταξε κι ο Γαϊνάς με ταυτοκρατορικά τα στρατέματα και βοηθούσε πια τώρα τον Τριβιγίλδο! Κολώνει αμέσως ο Λέοντας, μα πού τον αφίνει ο εχτρός! Αναγκάζεται με το στανιό να πολεμήση, καταπονιέται, σκοτώνεται, κι απομένει όλη η εξουσία στους δυο Γότθους.

Κ' ευρόντας τη ν' αρμέγη και να τυροκομάη και για το γάμο τα καλά μαντάτα της έλεγε κι από κείνη τη στιγμή φανερά σαν γυναίκα του τήνε γλυκοφιλούσε και της βοηθούσε στη δουλειά· άρμεγε στις καρδάρες το γάλα· εστράγγιζε στις καλαμωτές τα τυριά· έβανε κοντά στις μαννάδες τους τ' αρνιά και τα κατσίκια.

Πώς σε ξεπλάνεψαν, καρδιά, δυο μαύρα μάτια κόρης, Που την αγάπη σου ποτέ δε θα μπορής να δείξης;» — Τι επέρασε πολύς καιρός, επέρασαν τρεις χρόνοι, Που η κόρη τώφερνε ψωμί κάθε βραδύ στη στάνη Και του βοηθούσε στ' άρμεγμα και τώπαιρνε το γάλα, Κι' ο Λάμπρος πάντα δείλιαζε για να της πη τον πόνο.

Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Όσο μπορούσε, βοηθούσε τους χωργιανούς με τας συμβουλάς του· και ήτανε τότε γλυκός, πράος, γιατί ήξερε πως με την υπομονή μόνον θα ωφελούσε. Το κελλί του το είχε καθαρό, όσο μπορούσε. Είχε το μπάγκο του και τα σύνεργα της δουλιάς του, σουβλιά και καλαπόδια και όταν είχε δουλιά, έφτιανε καινούργια, ή εμπάλωνε παλιά παπούτζια και σαν δεν είχε δουλιά, εδιάβαζε.

Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν' ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τονε βοηθούσε και παραγυιός, τονε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Είταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω.

Τόσο μόνο εννοώ, πως αυτόν το χειμώνα, που σε κάθε ανάμνηση που μου άφησε ούτε θέλω ούτε μπορώ να γυρίσω, η ευτυχία μου είτανε στο πως βρήκα στο τέλος κάτι, που θα βοηθούσε, όπως πίστευα, στη σωτηρία της γυναίκας μου. Τι ευτυχία είταν εκείνη!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν