United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έπειτα ; — Δεν ξέρω· εψιθύρισε με παραπονεμένη ειλικρίνεια· θαρρώ πως χάνω άδικα τους κόπους μου. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Αριστόδημος. Τύχαινε καμιά φορά να σηκώνη το παραπέτασμα και να βλέπη με αθόλωτο μάτι τον κόσμο. Και τον έβλεπε όλως διόλου αντίθετον απ' ό,τι τον είχαν ζωγραφίση η πρόληψη κ' η παράδοση της γενιάς του.

Ο Δημητράκης τον κύτταξε με απελπισία. — Λόγια σοφά και καλοβαλμένα, το ξέρω· είπε κουνώντας το κεφάλι· μα δε μας ωφελούν τίποτα. — Με τούτα έγιναν μεγάλοι εκείνοι. — Εγώ πιστεύω το αντίθετο· ήταν μεγάλοι και γι' αυτό είπαν τέτοια λόγια. — Όχι δα, όχι δα! τον έκοψε ο Περαχώρας. — Δεν είν' έτσι, κύριε καθηγητά; είπε ο Δημητράκης γυρίζοντας σ' εκείνον· παράδοξο! να μην το βλέπετε και σεις!

Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.

Δεν πειράζει· μας φτάνει σήμερα· απάντησε κυτάζοντας αλλού εκείνος. Υποψιάστηκε ο δικός μας κ' εσήκωσε το κεφάλι του. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά. — Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη. — Ναι· κάποιος έπαθε. — Από ποια; — Δεν ξέρω· μακριά ίδαμε τη σημαία του μετζάστρα. Έφτασαν όλες στο Ασπρονήσι· επήδησαν έξω τα πληρώματα.

Οι σύντροφοι του με κολακίες και γλυκόλογα ζητούσανε να τον κρατούν ήσυχο. — Τα σκοτεινά πράμματα δε μ' αρέσουν εμένα· αν είνε γάμος θέλω κ' εγώ να ξέρω· εφώναζε δυνατά. Και εζήτηξε να σηκωθή, μα δυο σύντροφοι, ο ένας δεξιά κι' ο άλλος ζερβά, τον βαστάξανε. — Μην κάνης σαν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ήντα σε κόφτει; ας κάμουν ό,τι θένε μέσα· βάλε να πιούμε. Και του εγέμισε το ποτήρι του.

Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω· ξέρω δεξά, ξέρω ζερβά να στρίβω τ' αργασμένο τομάρι που γερόπετσο το κουβαλάω στις μάχες· μες στων γοργών ξέρω αμαξών να χύνουμαι τ' ανάστα, 240 ξέρω πεζός και το χορό να πιάνω τ' άγριου τ' Άρη. Να τι είμαι, και δε θέλω εγώ κλεφτά να σε φυλάξω και να σε φάω· ορθάνοιχτα θα ρήξω, αν σε πετύχω

Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος. — Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του. Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη. — Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου; — Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. — Λέγε. — Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές.

Εμείς είμαστ' εμείς και πρέπει να μιλήσουμε αλλοιώτικα. — Πώς; τον ρώτησε με αναμπαιχτικό χαμόγελο ο Αριστόδημος. — Όπως μιλάει ο Πέτρος ο Θεομίσητος. — Ουφ! έκαμε βαρυανασαίνοντας σα να είχε τη Μόρα στο στήθος του. — Το ξέρω· δε σ' αρέσει τέτοια κουβέντα γιατί θέλει κόπους. Τα βιβλία δεν έκαμαν άλλο παρά να δυναμώσουν τη φυσική οκνάδα σου. Για τούτο κ' εγώ τους γύρισα τις πλάτες.

Τι λες ; τον ρώτησε ξαφνισμένη από τις άγριες ματιές του η κόρη. — Είνε ασέβεια ο λόγος μου· τα ξέρω· μα ήθελα να τόκανα. Να σκότωνα τον πατέρα για να ζήση το παιδί. Αυτός ο Παρθενώνας μας στέρεψε όλες τις βρύσες της ζωής. — Ενώ μπορούσε να τις πληθύνη. — Μπορούσε, δε λέω τ' όχι. Μα δεν τόκαμε. — Δεν είνε δικό του το σφάλμα. — Σπολλάτη που με φώτισες, είπε με πικρό χαμόγελο.

Όλους τώρα να τους αραδιάσω; Ας πάρουμε μόνο μερικούς από κείνους που βλέπω στο Άστυ τόνομά τους. Πολλοί πολλοί δεν είναι, το ξέρω· μα θα πληθαίνουν. Αφίνω πια όσους τώρα γράφουν ή γράψανε στίχους στα τελεφταία τα χρόνια.