Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Κάτω απ' τη μαύρη σκέπη κλαίει ανόχλητα τη χαμένη παρθενιά της η κόρη. — Σωστά· είπε ο Δημητράκης θλιμμένος. Άνοιξε το όλο να ζήσης. Όλο το κέντημα είνε για τον πόλεμό μας ; — Α μπα· εδώ είνε κεντημένη όλη η ιστορία της γενιάς σας. — Της γενιάς μας· ήθελες να πης. — Όπως θες. Και σύγκαιρα ξετύλιξε απάνου στο χορτάρι ένα κομμάτι ατλάζι πλατύ και μακρύ σα σεντόνι. Ήταν όλο γεμάτο από κεντήματα.
Είνε αίμα σας, καθάριο αίμα σας και μη την περιφρονείτε. Μ' εκείνη θα ζήσετε· όχι μ' εμάς τους ξένους. Εκείνος τον ευχαρίστησε για τη συμβουλή μα στάθηκε επιφυλαχτικός. Δεν μπορούσε να του το υποσχεθή. Εχτιμούσε τις γνώσες και τη μεγάλη του πείρα· ακολουθούσε όμως την παροιμία της γενιάς του: Όσα ξέρ' ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρ' ο κόσμος ούλος.
Το προαιώνιο όπλο της γενιάς του είχε τώρα στα χέρια του και πίστευε μ' εκείνο να σαρώση τους εχτρούς του. Κ' ήταν όλοι εχτροί του εκεί μέσα· ο Χαγάνος, ο Γλάμης, ο Ζάρακας, ο Θεομίσητος. Κι όχι μόνον αυτοί αλλά κ' οι παλιοί φίλοι του. Όσο τους έβλεπε να κάθωνται μαζί με τους εχτρούς του και να συνομιλούν σκυφτά και μπιστεμμένα, τόσο άναβε η φιλυποψία του.
Περιορίστηκε και στα δυο σε μιαν άκρη, από στενοκεφαλιά κι από κακογνωμιά της γενιάς του. Το καταλαβαίνει και το παραδέχεται μόνος του. Μα τι ωφελεί; Τώρα ξαπλωμένος στο ταπητοστρωμένο ντιβάνι του, ρουφά το ναργιλέ του, σα να ρουφά το αίμα των εχτρών του. Έτσι δείχνει το μελαχροινό και στρίγγλικο πρόσωπό του.
Λαοί διάφοροι στα ήθη και στη γλώσσα ισκιάζονταν από κάτω του, σαν φοβισμένα πρόβατα στο λιόκαυτο δειλινό. Ο Χαγάνος χαιρότανε διπλή χαρά. Είχε στην αγκαλιά του την κόρη, είχε και τη δόξα της γενιάς του ασφαλισμένη. Δεν εβάσταξε όμως και πολύ η χαρά του. Ένας σίφουνας εφύσηξε ξαφνικά κ' έδειρε το θεώρατο δέντρο απ' όλες τις μεριές.
Κ' έπειτα ; — Δεν ξέρω· εψιθύρισε με παραπονεμένη ειλικρίνεια· θαρρώ πως χάνω άδικα τους κόπους μου. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Αριστόδημος. Τύχαινε καμιά φορά να σηκώνη το παραπέτασμα και να βλέπη με αθόλωτο μάτι τον κόσμο. Και τον έβλεπε όλως διόλου αντίθετον απ' ό,τι τον είχαν ζωγραφίση η πρόληψη κ' η παράδοση της γενιάς του.
Όλα τα δίκηα δικά σου είνε. Μη φοβάσαι Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν και μας. Θα δούνε το δίκηο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ' αφήσωμε να χαθής. Χαμογέλασε. — Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι' αυτούς είνε ο κόσμος... Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του. — Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε. Και δεν ξαναείπε λέξι.
Και συ Αφροδίτη, Κύπρη δέσποινα, σαν που είσαι η πρώτη μάννα της γενιάς μου, διαφέντευέ μας που είμαστε απ’ το αίμα σου κ’ εμείς και σε σιμώνομε μ’ ευχές π’ ακούνε οι θεοί. Και συ, ω Λύκειε άναξ, λύκος να γενής για τους εχθρούς, των στεναγμών μου εκδικητής, και το δοξάρι ετοίμαζε της Λητώς κόρη και συ.
— Αθάνατοι μα κι άγνωστοι σε σας. — Αλήθεια· εγώ διάβασα το Δημοσθένη. — Το λογά το Δημοσθένη! είπε η κόρη με αποστροφή. Και όμως τούτοι είνε σιμώτερα στην ψυχή μας· τόσο στην ψυχή μας όσο και στη δόξα και στην τύχη της γενιάς μας. — Μα δεν τους άκουσα ποτέ. — Δεν τους άκουσες γιατ' έτσι θέλησε ο Αριστόδημος. Παίρνει τη ρίζα του δέντρου και τα φύλλα. Τον κορμό τον απαρνιέται.
Το να φύγη μακρυά από τον Αριστόδημο του φαινόταν σωτηρία. Όχι πως δεν τον λύπησε η καταστροφή που έκαμε ο αδερφός του στο χτήμα. Την επρόβλεπε όμως και παρακαλούσε νάρθη μια ώρ' αρχήτερα. Όσο γρηγορώτερα η καταστροφή, τόσο γρηγορώτερα έλπιζε και την ανόρθωση. Τη νέα ζωή της γενιάς του τη χώριζε σε δυο εποχές κ' έλεγε να φύγη η πρώτη για νάρθη η δεύτερη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν