Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας.
Τα παιδία προ του ανελπίστου τούτου εμποδίου οπισθοδρόμησαν έκπληκτα, στρέφοντα αλλού την κεφαλήν Αλλ' είδον πάλιν την μητέρα των ήτις ήρχετο, βραδέως, φωνάζουσα με χαμόγελο διά να τα ελκύση καλλίτερον: — Ελάτε, μωρέ· ελάτε πίσω και δε σας πειράζω! Τα παιδία ίσταντο φοβισμένα και αμφιρρέποντα.
Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων. Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.
Τα εντός των μανδριών πρόβατα εβέλαζον κ' επήδων φοβισμένα εκ των κρότων οι σκύλοι υλάκτουν, οι ίπποι εχρεμέτιζον και όλη η έκτασις ήτο πλήρης συμμιγούς και ακαταλήπτου θορύβου. . . Η ράχη επί της οποίας ανεφάνη το πρώτον το φως της Αναστάσεως, ήτο ήδη κατάφωτος.
Λαοί διάφοροι στα ήθη και στη γλώσσα ισκιάζονταν από κάτω του, σαν φοβισμένα πρόβατα στο λιόκαυτο δειλινό. Ο Χαγάνος χαιρότανε διπλή χαρά. Είχε στην αγκαλιά του την κόρη, είχε και τη δόξα της γενιάς του ασφαλισμένη. Δεν εβάσταξε όμως και πολύ η χαρά του. Ένας σίφουνας εφύσηξε ξαφνικά κ' έδειρε το θεώρατο δέντρο απ' όλες τις μεριές.
— Γρήγορα στη βάρκα· εβροντοφώνησεν ο Αντωνέλλος· Και αυτοστιγμεί αι γυναίκες όλαι, ως φοβισμένα πτηνά, εσωρεύθησαν εις την αμμουδιάν και ερρίφθησαν εις την βάρκαν μέσα. Αλλ' ο βορράς απελύθη ακάθεκτος επί του υγρού πεδίου και το συνεκλόνισε· τα κύματα, με τας κορυφάς αφρισμένας, συνωθούντο ακατάσχετα και με φοβεράν βοήν.
Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα...; Αχ! Θεέ μου! — Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος. — Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος.
Ο Δάφνης όμως κ' η Χλόη εβασανίστηκαν πολύ ίσαμε τη νύχτα για να περιμαζεύουν τα γίδια και τα πρόβατα. Επειδή φοβισμένα από το λυκοτόμαρο και τρομαγμένα από τα γαυγίσματα των σκυλιών, άλλα σκαρφάλωσαν στα βράχια κι' άλλα έτρεξαν ίσαμε κάτου στη θάλασσα.
Ανησυχούσε λοιπόν για το Δάφνη πώς θα μιλήση του αφέντη κ' έτρεμε η ψυχή της για το γάμο τους, μήπως τον ονειρεύονταν του κάκου. Και για τούτο αδιάκοπα ήτανε τα φιλιά και τ' αγκαλιάσματα σφιχτά σαν να ήτανε κολλημένοι· κ' ήτανε τα φιλιά φοβισμένα και τ' αγκαλιάσματα λυπημένα, σαν να είχεν έλθει τώρα ο αφέντης ή μπορούσε να τους ιδή. Μα κοντά στ' άλλα τους βρήκε και μια τέτοια σύχυση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν