United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


1834, Αλωνάρη 27 . Του Αγίου Παντελεήμονος έγεινε μεγάλος σεισμός που έπεσαν καμπόσα σπίτια, σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι. 1840, Μάης μήνας . Γύρισα από τη Βλαχιά πούχα ξενιτευθή για έξ χρόνια με το μπάρμπα μου. 1841, Απρίλη πρώτη . Εκοιμήθη ο μακαρία τη λήξει γενόμενος Λεόντιος δεσπότης, που δεν ήτον Κυριακή και γιορτή που να μη βγάλη λόγο στες εκκλησιές μέσα στα Γιάννινα και στα χωριά.

Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέστα δέντρα, Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι, Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι, Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξετα βάθηα της καρδιάς μου, Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη· Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.

Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου. — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη. Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει.

Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει: «Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου. Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.

« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα. » — Η ζήλια απ' την αγάπη, » Πούχασένα, Ανθή, εγώ » Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό » Του γλύστρησε απ' το μάτι.» « 'Σ το λόγο του λιπόθυμη » Πως έπεσα μου 'φάνη· » Κ' εξύπνησα λαχταριστή. » Για δες ιδέα ζαλιστή » Ονείρατα που φκιάνει.» « Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της ΗπείρουΒαλαωρίτης

Ωστόσο ο Αχιλέας καρδιά 'χει, μα δε χλίβεται, δε μας πονάει κομάτι. 665 Για στέκει πια ως να καίγουνται κοντά στ' ακροθαλάσσι τα πλοία από φωτιά άσβυστη, ενώ παραλυμένους κι' εμάς μας σφάζουν σαν τραγιά; Τι εγώτί θες; — δεν έχω πια μες στο γέρικο κορμί το νέβρο πούχα πρώτα.

Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κήθελα να μη τα πιστεύω δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κη πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, πούχα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ' αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κεγώ ερωμένη, αλλ' εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου.

Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου.

Τώρα μου φαινόταν περισσότερο τερατώδης η αδιαφορία πούχα δείξει γιαυτήν τον τελευταίο καιρό, ενώ αυτή 'τον όλη αγάπη για μένα. Έπρεπε να υποφέρω και ν' αποθάνω ακόμη για την αναισθησία και την αχαριστία μου.

Τότες βαθιά στενάζοντας τής είπε ο Αχιλέας «Ναί, μάννα, αφτό ναι μούκανε τον πόθο ο γιος του Κρόνου, μα :πια η χαρά μου αφού 'χασα το βλάμη της καρδιάς μου, 80 τον Πάτροκλο μου πούχα εγώ κάλια από κάθε αδέρφι, σα φως μου· αφτός πάει χάθηκε, κι' ο Έχτορας τα όπλα τού πήρεαφού τον σκότωσεπανώρια γιγαντένια, θάμα μονάχα αν τάβλεπες, που ζηλεμένα δώρα τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου 85 τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου αφτού με τις αθάνατες της θάλασσας νεράιδες και τέρι νάπαιρνε ο Πηλιάς απ' τις θνητές γυναίκες.