Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω; . . . . — Πες μου τον πόνο σου, Στρατή, κ' εγώ θα σου τον γειάνω. — Αν μου τον γειάνης, θα με ιδής ν' αντρειευθώ και πάλι, Πάλι να πάρω τη χαρά, τα νειάτα, πούχα πρώτα, Και νύχτα δεν θα τραγουδώ παράωρα 'ς τα πλάια Το θλιβερό τραγούδι μου οπού ξυπνάει τους Δράκους. — Πες μου τον, γυιόκα μ', πες μου τον, κ' εγώ θα βρω βοτάνι.
« — Γιατί με βλέπεις κόκκαλα, » Με βλέπεις δίχως αίμα, » Με βλέπεις δίχως 'νασασμό, » Ωχρή 'σάν το σαφράνι, » Κι' ότι δεν έχω τη θωρηά, « Πούχα 'ς τον κόσμο; — » «Φθάνει!... » Ω, φθάνει! την εφώναξα. « Σ' εγνώρισ' από το βλέμμα.
Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.
Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.
Κιαν δε μίσησα τη μητέρα μου, για την κακία που φανέρωναν τα λόγια της, πάντα θύμωσα πολύ γιαυτήν. Ως τόσο δε μπορώ να πω, ότι από τη λάσπη πούρριξε έμεινε αλέρωτη κιαπαραμόρφωτη η ζωγραφιά πούχα στην καρδιά μου. Αλλά κείνο που πρώτα πρώτα ένιωθα την ώρα κείνη ήτον ένας βαθύς πόνος για κείνο που μάθαινα, ότι την αγαπημένη μου περίμενε μια μεγάλη δυστυχία, να γεράση ανύπαντρη.
Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.
Μα γιατί ναποθάνη; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κιαυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός, όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς νανασταίνη; Με τις θρησκευτικές ιδέες, πούχα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά.
Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη πούχα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κοι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γιαυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη.
Εγώ θα σας αφήσω και τρέχω τώρα γρήγορα στο σπίτι να γλιστρήσω, προτού με πάρη ο άνδρας μου γυρίζοντας χαμπάρι, να βάλω στο κρεββάτι του τα ρούχα πούχα πάρη. ΧΟΡΟΣ Έγεινε ό,τι μας είπες• τώρα σαν καλή δασκάλα έχεις χρέος, Στρατηγέ μας, για να μας διδάξης κι' άλλα. κι' ό,τι θα σου κατεβή έτοιμ' είν' η κάθε μια μας να το κάνη σαν στραβή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν