United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν πρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, οπ' έλαμπαν τώρα τηρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα.

Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.

Την είδεν εις το παράθυρον και, αφού και πάλιν εδέχθη εις απάντησιν των ερωτολογημάτων του τα φάσκελά της, της είπεν: — Ό,τι κιάνε κάνεις, στα χέρια μου θα πέσης· δική μου θα σε κάμω. Ο Σμυρνιός δε σε θέλει, μόνο βγάλε τ' απού το νου σου. Η Μαργή από κόκκινη έγινε κάτωχρος. Ο δε Μανώλης είπεν ακόμη: — Ο ίδιος μου τώπε οψές τη νύχτα.

— Σ' όλο το ύστερο, εξηκολούθει να λέγη καθ' εαυτόν, δεν θα πάρω το Στρατή, ετσά που το λέει κ' η μάνα μου. Σαν τήνε πάρω και πάμε στο σπίτι μας, ας κοτήση νάρθη. Όξω, όξω, φαρμακίτη. Η Πηγή ως οψές ήτον αδερφή σου· από σήμερο είναι γυναίκα μου. Η ανάμνησις όμως του σπιτιού έπεσεν ως αποθάρρυνσις εις τας γενναίας του αποφάσεις. Εάν ετελείωνεν αυτό το σπίτι, θα είχαν τελειώσει και τα βάσανά του.

Έπειτα ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν είχε μυστικά από την γυναίκα του· τον εκακομεταχειρίζετο καμμιά φορά αληθινά, για την κουταμάρα του, αλλ' είχεν ως είπομεν δύο ψυχάς. Και προς τον άνδρα της, όσον και κακομοιριασμένον, ωμίλει με την πραείαν ψυχήν, ως και προς την κόρην της. Με όλον το ύψος της το άνοστον και το χρώμα της το μαύρον είχε καμμιά φορά όψες γλυκές και εύμορφες η Μιλάχρω.

Να λέμε την αλήθεια, εσύ 'σαι μεγαλείτερη. Είν' άπραγος, γιατ' ήτον ως οψές βοσκός, μα θα ξυπνήση. Δεν ακούω 'γώ είντα λένε 'κείνες που δεν τσι θέλει μουδέ για φαμέγιες. Έχει και καλούς εδικούς. Και να σου 'πώ, θυγατέρα μου, εμένα η βουλή μου είνε ... — Να τόνε πάρω; — Αν είνε και τα χαλάσανε με το Θωμά ... — Καλιά να τόνε πάρουνε οι δαιμόνοι!