United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ θα σας αφήσω και τρέχω τώρα γρήγορα στο σπίτι να γλιστρήσω, προτού με πάρη ο άνδρας μου γυρίζοντας χαμπάρι, να βάλω στο κρεββάτι του τα ρούχα πούχα πάρη. ΧΟΡΟΣ Έγεινε ό,τι μας είπες• τώρα σαν καλή δασκάλα έχεις χρέος, Στρατηγέ μας, για να μας διδάξης κι' άλλα. κι' ό,τι θα σου κατεβή έτοιμ' είν' η κάθε μια μας να το κάνη σαν στραβή.

Ενώ στο χωριό, με τη βοήθεια των γερόντων, άμα λείπουν τα πείσματα, όλα συμβιβάζουνται. Οι γέροντες έχουν και άλλα να σκεφτούν. Θα συμφωνήσουν το δάσκαλο και τη δασκάλα, θα διορίσουν τον καντηλανάφτη, το δραγάτη, θα φροντίσουν για το σκολειό αν θέλει διόρθωμα, την εκκλησιά, αν θέλει καθάρισμα ή στόλισμα, τους δρόμους, αν είναι να φτειαστεί ή να σιαχτεί κανένας.

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γω. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θέα της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Η νιόνυφη, ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα, δοκιμασμένη στα τέτοια γλυκοξυπνίσματα της αυγής στο νυφιάτικο στρώμα της, δείχνονταν περίχαρη και δεν άφινε κλωθογύρισμα δρόμου που να μη γυρνά και να μου πιδοκιμάζη με χαμόγελο την επιτυχία του καλού τραγουδιού. Μα η δασκάλα. . . . μωρέ τσιμουδιά, η σκληρή.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Α’ ΓΥΝΗ Και αν σε κοροϊδέψει κι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να στέψη και σαν μπορή ευκόλως, ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος. Α’ ΓΥΝΗ Και αν σου φτιάσουν την δουλειά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι λόγος! να δα η ώρα! θα το δεχτώ• όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα! Α’ ΓΥΝΗ Κι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόται και σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Ολίγον μετά την αναχώρησίν της συναντά ο Βαγγέλης πλησίον εις την Βλασσαρού, όπου μετώκησεν, ένα από τους νοικάρηδες της κυρά Γιάνναινας και του λέγει: — Η δασκάλα πήρε τον διορισμό της, και μας έφυγε... πάει στα χωριά του Βώλου... Είδες δα, κ' εκείνη η Γιάνναινα, κ' η άλλαις εκεί, τι κόσμος! Πώς την εσκυλλόβριζαν άδικα την καϋμένη.

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γώ. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θεά της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Στες κακοτοπιές, πούτον στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.