United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν». Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανειλημμένως, αλλ' αυτά δεν άκουαν.

Τότε μόνον διά πρώτην φοράν ηκούσθη ότι η «πετειναρού» ήτο δασκάλα. Ο άνθρωπος ακούσας είπεν αφελώς μέσα του: — Α! ήτον δασκάλα!... Γι' αυτό είχε τους κοκκόρους! Σε κανένα Τμηματάρχη θα τους κουβάλησε. Συγγραφεύς τις παρατηρεί ότι το ανθρώπινον πνεύμα υπόκειται εις περιοδικάς εκλείψεις. Εις τοιαύτην δε έκλειψιν αποδίδει τας υφισταμένας σήμερον αμφιβολίας περί της υπάρξεως του Θεού.

Πώς σε λυπούμαι, ω θεά!. . . σε τούτον τον αιώνα μου φαίνεσαι 'στην πίστι μου σαν την &κυρά Δασκάλα&, κι' όταν σε βλέπω κάποτε 'ψηλά εις την κολώνα, δεν ξέρω πώς μου έρχεται να πάρω μία σκάλα, ν' ανέβω εις το ύψος σου και να σε κατεβάσω, και το μακρύ κοντάρι σου απάνω σου να σπάσω.

Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πώς έπαθε κ' η δασκάλα το πάθημα του Πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάννα και την πάντρεψε με το γυιο της. Κ' έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κ' έμαθαν τα κορίτσια να γράφουν και να διαβάζουνε.

Ταξίδεψα κάποτε, — μας έλεγε ο Μήτρος, — με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήτον μακρινός, κ' είχαμε συντροφιά τον αγωγιάτη μας, δυο μεσόκοπους πεζούς κ' ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ' από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε στα σχολειά του Κεστοράτη.

Ταξίδεψα κάποτε, — μας έλεγε ο Μήτρος, — με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήτον μακρινός, κ' είχαμε συντροφιά το αγωγιάτη μας, δυο μεσόκοπους πεζούς κ' ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ' από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε τα σχολειά του Κεστοράτη.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κ' όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ.

Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλλα φτερωτά. Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.

Οι άντρες δεν εκαβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε. Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.