United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκλεισε την πόρτα σιγά και γύρισε στο δωμάτιό του· έπεσε, παρά κάθισε στο γραφείο του, έβαλε το κεφάλι στα χέρια και μπήκε σε συλλόηση. Τις άλλες μέρες που ήταν αφωσιωμένος με τη συντροφιά των σοφών και τις ανασκαφές δε λογάριασε καθόλου την απουσία της μάννας του. Γυναικεία πείσματα, είπε, θα περάσουν. Τώρα όμως που δεν είχε σε ποιόν να μεταδώση τη χαρά του ανησύχησε. Ήταν αλήθεια το λοιπόν!

Ενόμιζεν όμως ότι ήτο αρκετή να την παρηγορήση η διαβεβαίωσίς του ότι ο Μανώλης δεν ηδύνατο να πάρη παρά μόνον εκείνην την οποίαν αυτός ήθελε και η Πηγή εγνώριζε καλά ποίαν ήθελεν ο μπάρμπα-Νικολής· ότι και ο Μανώλης αυτήν ηγάπα, αι δε παρεκτροπαί του ήσαν μόνον πείσματα διά τα εμπόδια που εύρισκεν η αγάπη του. Αλλ' όταν θα εξέλειπαν τα εμπόδια, θα έπαυαν διά μιας και τα πείσματα.

Οκτώ χρόνια, δέκα έξ μπακλαβάδες, εικοσιτέσσαρες σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω από σαράντα κότταις και πήτταις. Και ποιος τα λυπείται αυτά; Μόνον εκατό φοραίς πείσματα, κακιώματα. Πότε με την μίαν αρραβωνιαστικήν τα εχαλνούσε, πότε με την άλλην. Κατ' αρχάς είχε δώσει σημάδια εις την άλλην. Ύστερον τα εχάλασε κ' «έδεσε πανδρειαίς» μ' αυτήν.

Ο αληθινός φταίστης ήταν ο Δημητράκης με τη λιγομυαλιά και με τα πείσματά του. Αυτός ο μισοπάλαβος, ο αγράμματος, ο προδότης! Και τι έκαμε; Την πήρε μαζί του και να! την πέθανε· Αν έμενε στο σπίτι της, θα ζούσε ακόμα!... Και τη θέση της λύπης πήρε τώρα το μίσος του· μίσος κι αποστροφή για τον αδερφό του. Έτσι πήρε τον ανήφορο κ' έφτασε λαχανιάζοντας στο σπίτι της Ελπίδας.

Κι εγώ, αν εσύ θυμώνεις, 477 δε χολοσκάνω, μηδέ αν πας πέρα ως την άκρη άκρη της γης και του πελάγου, εκεί που ο Γιαπετός κι' ο Κρόνος κάθουνται, κι' ούτε χαίρουνται δροσαχνισμένα αγέρια 480 ούτ' ήλιο, κι' είναι ολόγυρα τα βάθια του Ταρτάρου· αν καταντήσεις κι' ως εκεί, εγώ τα πείσματά σου δεν τα ψηφάω, γιατί όμιο σου θεριό δε βρίσκεται άλλοΕίπε, μα δεν τ' απάντησε μηδέ μια λέξη η Ήρα.

Εκείνην την φοράν, ο παππα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς·Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ. — Τι τρέχει παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα. — Θα σου έλθη τ' ασκέρι . . . Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα . . .