United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά θα μου το πληρώσης. Ας ξημερώση μόνον και θα δης τι ξύλο έχεις να φας, διότι τώρα θα πηδάς και θα μου ξεφεύγης στο σκοτάδι. ΠΕΤΕΙΝΟΣ. Γιατί θυμώνεις, αφέντη Μίκυλλε; Εγώ νομίζω ότι σου κάνω χάρι αν σου συντομεύσω όσο μπορώ την νύχτα, για να πιάσης δουλειά από την αυγήν και προφθάσης τις πολλές εργασίες που έχεις. Αν πριν βγη ο ήλιος τελειώσης ένα παπούτσι, θα βγάλης το ψωμί σου.

Κι εγώ, αν εσύ θυμώνεις, 477 δε χολοσκάνω, μηδέ αν πας πέρα ως την άκρη άκρη της γης και του πελάγου, εκεί που ο Γιαπετός κι' ο Κρόνος κάθουνται, κι' ούτε χαίρουνται δροσαχνισμένα αγέρια 480 ούτ' ήλιο, κι' είναι ολόγυρα τα βάθια του Ταρτάρου· αν καταντήσεις κι' ως εκεί, εγώ τα πείσματά σου δεν τα ψηφάω, γιατί όμιο σου θεριό δε βρίσκεται άλλοΕίπε, μα δεν τ' απάντησε μηδέ μια λέξη η Ήρα.

Τάχα μου αν είσαι δυνατός, αν παλικαροσύνη κάποιος θεός σ' την έδωκε, στη Φτιά, αν ορίζεις, σύρε μ' όλο σου το στρατό μαζί, και πρόσταζε όσο θέλεις τους Μυρμιδόνες· ειδέ εγώ δε νιάζουμαι αν θυμώνεις, 180 δεν τρέμω αν φέβγεις.

Ο έπαρχος ελησμόνησε την προσβολήν ή την εσυγχώρησε, καθόσον μάλιστα δεν ήτο παρούσα πλέον η κομψή κυρία. Ανοίξας το ωρολόγιόν του είδε πάλιν την ώραν. — Τι να έχη άρά γε το παιδάκι της; ηρώτησεν η Κυρά Λοξή. — Α! ανεφώνησεν ο έπαρχος πλήρης ευχαριστήσεως. Βλέπεις ότι και συ ερωτάς διά πράγματα οπού δεν σε μέλει; Κ έπειτα πειράζεσαι και θυμώνεις εάν σ' ερωτήσουν!

Τέτοιος μας ήρθε μια φορά κάποιος του Πυθαγόρα, χλωμός, χλωμός, ξυπόλυτος· μας έλεγε πως ήταν απ' την Αθήνα. Κ' ήταν δα κι αυτός ερωτευμένος, όμως, θαρρώ, με το φαΐ. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Εσύ μου χωρατεύεις, μα έμεναν' η Κυνίσκη μου με βρίζει τον καϊμένο και μούρχεται να τρελλαθώ. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Έτσ' ήσουν πάντα, Αισχίνη, θυμώνεις κι αφαρπάζεσαι καλά του καθουμένου κι όλα τα θες όποτε θες. Μα πες μου, τι καινούργιο;

Έγνοια σου, μωρή, της λέει ο στρατηγός, έχω και για 'σένα π. . . Μη θυμώνεις. Κάποτετα 1825, 'σ την εκστρατεία της Μεσσηνίας, μάλλωσε με τον Κουντουριώτη και του είπε·Ωρέ, Κουντουριώτη άκουγα και νόμιζα θα είναι όλο γιομάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω 'γώ σπόρο 'σ τ' α . . . μου!

Το τελευταίο το πρόστεσε μ' έναν τόνο, σα να πρόφερε κάτι που την αηδίαζε και σα να ντρεπότανε γι' αυτό. — Πώς μπορούσα να σε παρεξηγήσω τόσο; είπε. Κ' ενώ αγκάλιασε τον ώμο μου, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε: — Δε θυμώνεις που με βλέπεις να πηγαίνω μέσα στο Σβεν; — Να θυμώσω; Θα την είχα κοιτάξει βέβαια με ξαφνισμένη έκφραση, που δεν μπορούσε να παρανοηθή. Γιατί δε ρώτησε τίποτε πια.

Μου εφάνηκε πως μ' ερράπισε. — Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφη; του είπα κατακόκκινος. — Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα δουλεύης· θα δουλέψετε κ' οι δυο. Είνε το περβόλι, είνε τ' αμπέλι, είνε το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν. Η αλήθεια είνε πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την απαρνιόμουν.

«Μην θυμώνεις καλέ μου άνθρωπε», απάντησε ο Δερβίσης· «Με τίποτα δεν θα θέλαμε να σε δυσαρεστήσουμε»· έτσι ο καυγάς αποσοβήθηκε και το γεύμα ξεκίνησε για τα καλά. Όταν οι Δερβισάδες ικανοποίησαν την πείνα τους, προσφέρθηκαν στις οικοδέσποινες να παίξουν κάτι, αν υπήρχαν όργανα στο σπίτι.

Εάν δεν είμαι για τίποτα, κατάλαβες, πώς σου έκαμα αυτό το ωραίο Χρυσώ, κατάλαβες; — Και σαν τώκαμες μοναχά, τι θα το κάμης τώρα; Ηρώτα η μήτηρ. — Γι' αυτό θυμώνεις; Μακάρι νάχες κι' άλλο ένα Χρυσώ ακόμα. Αληθώς η καλλονή και η σεμνότης του Χρυσού δεν ήργησε να γίνη γνωστή εις το χωρίον.