United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι... ευχαριστώ· εψιθύρισε ο Αριστόδημος. — Είνε αλήθεια λυπηρό· μα τι να γίνη; του ξανάειπε ο πάρεδρος, κυττάζοντάς τον με τα μικρά και πονηρά ματάκια του· αυτά 'χει ο κόσμος. Πέθανε στο σπίτι της Ελπίδας ναι, το μάθαμε· προτίμησε το μικρότερό της γιο. Ε, έτσι είνε οι μαννάδες· τη μοιράζουν και την αγάπη· τη μοιράζουνε.

Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέστα δέντρα, Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι, Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι, Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξετα βάθηα της καρδιάς μου, Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη· Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.

Η μεγαλήτερη ευτυχία του δεν είταν η αγάπη· ούτε η πατρική χαρά, που την έπαιρνε απλοϊκά σαν ένα πράμα τόσο φυσικό, σα να είταν αδύνατο ναπολάψουν οι γονείς από τα τέκνα τους άλλο παρά χαρά. Η ευτυχία του δεν είτανε γιατί, με όλη την πολύχρονη συζυγική ζωή, φώλιαζε πάντα στο σπίτι του το σπάνιο πουλί, που το λένε ανίκητη νιότη.

Έχεις μάτια; Και συ, 'πού ευτύχησες να ζήσηςτην τερπνοτάτην κορυφήν, πώς εκατέβης εδώτον βάλτον ωσάν κτήνος να παχαίνης; Αχ! έχεις μάτια; μην ειπής πως ήτο αγάπη·την ηλικίαν 'πώχεις παύει μες το αίμα η ζωηρότης και εις την γνώσιν υπακούει· και ποία γνώσις τούτο θ' άφινε διά κείνο; Αίσθησιν έχεις, και αν δεν είχες, πώς κινείσαι; αλλ' η αίσθησις τούτη φαίνεται πιασμένη, διότ' εις τέτοιαν πλάνην ούτε η τρέλλα πέφτει, ούτε εις την έκστασιν ποτέ δεν εδουλώθη η αίσθησις εις τρόπον να μη σώζη κάπως δύναμιν ώστε εις τόσην διαφοράν να κρίνη.

Έγερνε, μας έβλεπε με μάτια πλημυρισμέν' αγάπη· μας εξανάλεγε χαϊδεφτά, — Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης; — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Μου τήνε σπάραξε την καρδιά! Το μικρό ταδερφάκι ήταν ξεπεταμένο λίγο· μα ήταν και μωρουδάκι ακόμα. Ήθελε να χαζέβη δώθε κείθε μέσα το σπίτι, και ταφίναμ' ελέφτερο. Σαν είδε που ξυπνήσαμ' εμείς, του είπε ο άγγελός του εξύπνησε κι αφτό.

Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους.

Είναι η πιστή η σκλάβα της πανώριας Μελέκης, και το μήνυμα είναι πως η πανώρια η Μελέκη δε λαχταρεί μιας νυχτιάς, μόνο ζωής αλάκερης αγάπη· πως στα χέρια του είναι η μοίρα της, κι άλλον τρόπο δεν έχει παρά να τουρκέψη και να την κάμη δική του. Έφυγε η γυναίκα, κ' έμεινε ο Ηλίας αμίλητος. Έμεινε ως τη χαραυγή.

Μας αγαπούν έχεις δίκιο· μα δε ρωτάς ποιανούς αγαπούν. Εμέ και σένα. Όχι· μην το πιστεύεις. Κάτω απομένα κι από σένα· βλέπουν αυτοί κ' ένα χλαμυδοντυμένο Ευμορφόπουλο. Κι' όλες τις αγάπες και τις γλυκοκουβέντες τις κάνουν σε κείνους· όχι σε μας. Μα εγώ δεν τη θέλω τέτοια αγάπη· όχι! επρόσθεσε δυνατά, δε μ' ωφελεί, με ντροπιάζει. Είμ' εγώ και θέλω να είμ' εγώ!... — Εύγε σου!