United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός εσκόνταψε πάνω του και το καταπάτησε, κ' εκείνο φοβισμένο φυσικά παραπολύ και λίγο πειραγμένο έβαλε τις φωνές, όπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα γέμισε όλος ο δρόμος από ανθρώπους του όχλου, που ξεχύνονταν από τα σπίτια σα μερμήγκια. Τον περικύκλωσαν και τον ρώτησαν τόνομά του. Πήγαινε να τους το πη, όταν άξαφνα θυμήθηκε το επεισόδιο στην αρχή της ιστορίας του κ.

Από τα λόγια του κι από τα φερσίματαμπορεί κι από τ' άγνωστα περασμένα τουείχε καταντήση σεβαστός και πολυζήτητος. Μόλις τον είδαν κι ανάσαναν όλοι· σκέφτηκαν πως δίχως άλλο θα τους βγάλη από τη στενοχώρια. Παραμερίσανε για να ιδή το κόνισμα. Εκείνος μόλις το είδε σούφρωσε τα χείλη του και γύρισε τις πλάτες. — Λοιπόν; ρώτησαν δυοτρεις ανυπόμονα.

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Αυτός και η κυρία Μαχαλά έγιναν στενοί φίλοι. Τόσο στενοί που δεν άργησε το σούσουρο τριγύρω στ' όνομά τους. Μάλιστα βρέθηκαν καναδυό στενές φίλες που την ρώτησαν στα σοβαρά. Και η κυρία Μαχαλά ρώτησε τότε στα σοβαρά τον εαυτό της: τον αγαπούσε τάχα τον αξιωματικό; Ήταν φιλία ή αίστημα μεταξύ τους; Πέρασαν μήνες από τότε που την έβαλαν σε υποψία οι φίλες της.

Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, καιτα καράβια πήγαν Τον ηύραντο καράβι του σιμά καιτην σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.

Αλίμονο! είπε ο Αγαθούλης, είναι η λύσσα να υποστηρίζης, πως όλα είναι καλά, όταν είναι κακά! Κ' έχυνε άφθονα δάκρυα κοιτάζοντας το νέγρο· και κλαίοντας μπήκανε στη Σουρινάμ. Το πρώτο πράμα που ρώτησαν ήτανε αν υπάρχη στο λιμάνι κανένα καΐκι που μπορεί να τους πάη στο ΒουένοςΆυρες. Αυτός, στον οποίο απευθυνθήκανε, ήτανε ένας Ισπανός πλοίαρχος που προσεφέρθηκε να τους υπηρετήση τίμια.

Παρακάλεσε το χάρο ναρθή να το γλυτώση απ' τα βάσανά του. Μα ο χάρος δεν ερχότανε. Τότε πήρε το ραβδί του, σηκώθηκε με κόπο απ' το χώμα και ξεκίνησε στον καινούριο δρόμο. Τα λουλούδια και οι κύκνοι του περιβολιού τον βλέπανε, που ανέβαινε το έρημο μονοπάτι. Ύστερα τον εχάσανε. Και ρώτησαν τα λουλούδια κ' οι κύκνοι τα ψηλότερα δένδρα: — Περπατάει ακόμα;

Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κήθελα να μη τα πιστεύω δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κη πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, πούχα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ' αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κεγώ ερωμένη, αλλ' εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου.