United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεχωριστά στον άθρωπον, οπώχει αποφασίσει, Στον άλυσσό σου να δεθή καιταύτον ν' αποζήση. Γιατί φριχτά ωρκίστηκα στο όνομά σου απάνω, Σκλαβος σου αλευτέρωτος κοντά σου να πεθάνω. Πρώτα θα ιδής τη θάλασσα ωσάν τη γη ν' ανθίση, Κιαπέ ο πιστός ο δούλος σου θελά σ' απαρατήσει. Άντα να βγη ο αυγερινός κι' ο ήλιος οχ τη δύσι, Τότε η καρδιά μου, ξέρετο, θελά σ' αλησμονήση.

Κι’ αχολογούσε ο φάραγγας, κι’ αχολογούσε ο λάκκος, Από τον άγριο το σκοπό και τους χορούς των χούχλων, Κι’ εκεί οπού περίμενεν η Μάγισσα μ’ αγώνα Να γένη το νερό τυρί της φοβερής οβίρας, Να πιάσουνε τα μαγικά κι’ η παινεμένη Μάρω Να δώση την καρδούλα της στου Γιάννου την αγάπη, Ανάτειλεν ο αυγερινός, λαλήσανε τ’ αρνίθια, Γαλάτιασε η ανατολή, και θάμπωσαν τ’ αστέρια.... Σταμάτησεν η ταραχή, κατάπαψαν οι χούχλοι, Λακκίσανε τα ισκιώματα και φύγαν πηλαλώντας, Ακούστηκαν οι σάλαγοι, και κύπροι, και κουδούνια, Και τα σκυλλογαυγύσματα στα πλάγια και στους λόγγους, Και χάθηκαν τα μαγικά στο βάθος της οβίρας.

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

Ξεπεδουκλώνει τ' άλογα και πάει να τα ποτίση. Ερρόδιζεν η ανατολή κι' ο αυγερινός τραβιώταν, Πάηνε στα οργώματα ο ζευγάς κι' η κοπελλιά στο πλύμα Και το πουλάκι ολόγλυκον κελαϊδισμό κρατούσε. Άκουγε ο γέρος το πουλί, τήραε τα κορφοβούνια, Ολογυρνούσε τα δεντρά, κ' έλεγε με τον νου του: — Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια, Που ανθίζετε κάθ' άνοιξη και κάθε καλοκαίρι.

Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανοπ’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές, τα σφυρά, τα ρόδιν' ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με τη χάρι της Αυγής. Εκείνη όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο. — Ε, καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε μούτσο σας;

Και διά τούτο πολλάκις η δικαιοσύνη φαίνεται ότι είναι η ανωτέρα από όλας τας αρετάς, και ούτε ο έσπερος ούτε ο αυγερινός αξίζει να θαυμάζεται τόσον πολύ. Και ως παροιμίαν λέγομεν: Το δίκαιον έχει μέσα του κάθε αρετήν αντάμα. Και μάλιστα τελείαν αρετήν, διότι η δικαιοσύνη είναι εφαρμογή της τελείας αρετής.

Διά τούτο ίνα μη εγείρωνται παράπονα προτιμήσεως και ίνα μετέχουν όλοι και οι πλέον απομεμακρυσμένοι της ιεράς τελετής, τελούσιν αυτήν έξω, εις το ύπαιθρον, υπό τον διάστερον ουρανόν και τον ευρύν ορίζοντα. Ήδη είχε πλησιάσει η ώρα. Ο αυγερινός φεγγοβολών ανήρχετο εις τα ύψη ωσεί μέγας μυσταγωγός του χριστιανισμού, φέρων εις τους ανθρώπους το Φως το αληθινόν.

Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κ' ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφικτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε: — Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι.

Κι' απ' όλα ταστέρια καμάρωνε του Αυγερινού τη μοναξιά και αγαπούσε τα Μαλλιά της Βερενίκης. Και με τα βασιλεμένα του μάτια γυρισμένα προς το ουράνιο όνειρο, ρωτούσε την αδερφή του: — Πού πάει μονάχος και περήφανος ο Αυγερινός; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν ξέρουνε να μας το πούνε.