United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ηυξάνοντο και επληθύνοντο, πληρούντες την ευχήν ή την κατάραν του Δημάρχου. Μας διηγήθη την ιστορίαν, πώς είχεν έλθει εις την νήσον η δαιμονία οικογένεια, ο γέρων Διονύσιος, ο εμπνευσμένος πνευματικός, εις τον Προφήτην Ηλίαν. Ήτο καλός κολυμβητής, αν και εξωμερίτης, ήτοι γεωργός και βουκόλος.

Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.

Αλλ' όταν προ ετών ωδηγήθη διά να καρατομηθή εις το πεδίον του Άρεως ο Τσιμπουκλάρας, όστις ανανδρότατα και απανθρωπότατα εφόνευσε τα δύο τέκνα δημάρχου τινός, τα οποία είχεν αιχμαλωτίσει η συμμορία του, το πλήθος παρ' ολίγον να τον κατασπαράξη. Απέθανε δε ο Τσιμπουκλάρας, ως αποθνήσκουν οι άνανδροι, υπό την γενικήν βδελυγμίαν και περιφρόνησιν.

Ούτω στολισμένη μου ενθύμιζε την Σεμίραμιν, την Φαίδραν, την Κλεοπάτραν, την Θεοδώραν και τας άλλας ηρωίδας αι οποίαι ετάραττον τον ύπνον μου όταν ήμην εις το σχολείον. Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ' ακόμη μεγαλείτερος ο φόβος του να μη λησμονήση ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του, έστω και λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην η άλλον καταστηματάρχην.

Ήτο το πτώμα του δειλού Θανάση, ον ο αρχιληστής διεμέλισεν εν τη ληστρική οργή του. Οι μοναχοί, εις ους επεδείχθη υπό του δημάρχου, τον ανεγνώρισαν. Τόσην δ' αίσθησιν είχε προξενήσει εις αυτούς ο ληστής ούτος, ώστε και διαμελισμένον το σώμα τοις εφαίνετο ότι εκράτει ακόμη το τσιτσιρίζον τηγάνιον.

Πώς να κάμω λοιπόν; Κρύος ιδρώς μου ήλθε την τελευταίαν στιγμήν. Η φωνή μου άρχισε να τρέμη, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου τρεμούλιασαν. Αλλά μόλις εκαλανάρχησα εις τον ψάλτην το τέλος «η προαίρεσις δίδου», και μου δίδει μια ο πατέρας και ευρίσκομαι αμέσως μπροστά 'στο στασίδι του δημάρχου πρώτα-πρώτα. Η προαίρεσις δίδου! Φωνάζει αντί για μένα ο πατέρας μου, σαν να με δίδασκε.

Και κατ' αρχάς μεν εξήρχετο της Μονής ο θυρωρός, χωρίς να έχη σαφή ιδέαν περί των πραγμάτων, αλλ' όταν επροχώρησεν ολίγον, και είδε να κλείηται και ν' ασφαλίζηται η πύλη διά του σιδηρού μοχλού, και ήκουσε τέλοςδεινόν ειπείν! — ήκουσε γοερώς αντηχούσαν την φωνήν του μαγείρου, κραυγάζοντος «κλέφτες!», όταν τον είχε κτυπήσει ο αρχιληστής, ως είδομεν, τότε εκαθαρίσθησαν πλέον αι ιδέαι του στρογγύλου μοναχού, γενόμεναι στρογγυλώτεραι και μετά μίαν ώραν ήτο εις το Μετόχιον και μετά ταύτα εις την κώμην, όπου τον είδον περίφοβοι οι άνθρωποι, εις την αγοράν κυλιόμενον ως βαρέλιον διά της παραλίας και κραυγάζοντα «κλέφτεςχωρίς να ίσταται και χωρίς να διασαφηνίζη το πράγμα, έως ου ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου.

Πλην, όταν ήλθε πράγματι η Στρατολογική Επιτροπή, προς μεγάλην χαράν του Δημάρχου, και κατέλυσαν άλλοι εις την Δημαρχίαν, άλλοι στο οιονεί ξενοδοχείον, κι' άλλοι στα σπήτια μερικών, ο Γιάννης, χωρίς να παύση τα γέλοια, η ενδόμυχος ευθυμία και το θάρρος του έφυγαν, κ' ηρνήθη αποτόμως να παρουσιασθή ενώπιον της Επιτροπής.

Το ποσόν όλον των φλωρίων ανήρχετο εις 980 φράγκα, άτινα μέχρι λεπτού εμετρήθησαν εις τον «καλόμοιρον» υπό του ιδίου δημάρχου του χωρίου, όστις έλεγε κατόπιν, ότι πολύ δύσκολον είνε να εξαπατήσης αλλέως γαμβρούς οπού ζητούν μετρητά, παρά μόνον με το μέτρημα.

Κ' εκβαλών πάραυτα από της ζώνης του δύο μεγάλας κλείδας συνδεδεμένας διά γαϊτανίου διεπέρασεν αυτάς από του λαιμού του δημάρχου ειπών: — Πριν με παύσης, παραιτούμαι!