United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν. Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του. — Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως. — Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας. Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Διότι έμπροσθέν των δεν ευρίσκετο πλέον γέρων προβεβηκώς, αλλ' άνθρωπος φοβερός, όστις απέσπα τας ψυχάς από τον κονιορτόν και τον φόβον διά να τας μεταφέρη μακράν. Και επανέλαβε: — Σπείρατε εν τοις δακρύοις, ίνα θερίσητε εν τη χαρά. Διατί να φρικιάτε προ της δυνάμεως του Κακού; «Παιδιά μου, εις τον Γολγοθάν είδα τον Θεόν να τον καρφώνουν επί σταυρού.

Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον, άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε. Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από τους οφθαλμούς του γέροντος. Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν

Οποία Τεσσαρακοστή και τι Πάσχα ήτο εκείνο ! Επηγαίνομεν τακτικώς εις την εκκλησίαν, καθόσον μάλιστα εκεί μετεδίδοντο αι ειδήσεις, συχνάκις ψευδείς, συνήθως εξωγκωμέναι, αλλ' επί τέλους αι μόναι ειδήσεις τας οποίας εμανθάνομεν. Και μη υποθέση τις ότι μας απέσπα τον νουν η περί ταύτα φροντίς από των εκκλησιαστικών τελετών. Απ' εναντίας!

Εκάστη βολή πυροβόλου κροτούσα επί των τειχών, τα οποία επροστάτευον τόσα αθώα πλάσματα, ή πίπτουσα εντός του περιβόλου της μονής, απέσπα μέρος από την καρδίαν των ανδρών εκείνων, οίτινες ριγούντες, άθλιοι εν τη αδυναμία των, έβλεπον μακρόθεν την αγωνίαν των αδελφών αυτών και προέβλεπον την μοιραίαν έκβασιν της πάλης τον ασθενούς κατά τον ισχυρού.

Αλλ' ο χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ. — Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;

Είχε την ιδέαν ο γέρων ότι ευθύς μόλις εμφανιζόμενον το όπλον του θα επέβαλλεν εφ' όλων των χωρικών και χωροφυλάκων την αδρανή εκείνην σιγήν, την οποίαν επιβάλλουν πάντοτε εις τους ανθρώπους τα μεγαλοπρεπή κ' έκτακτα αντικείμενα, και θ' απέσπα τον θαυμασμόν του ενωμοτάρχου.

Προς αποφυγήν του τοιούτου κινδύνου, οι θέλοντες να εκριζώσωσι το φυτόν, έσκαπτον περί την ρίζαν αυτού το χώμα, και προσαρτώντες επί του στελέχους σχοινίον, η ετέρα του οποίου άκρα εδένετο περί τον τράχηλον κυνός, έφραζον τα ώτα και προσεκάλουν τον κύνα, όστις τρέχων απέσπα μεν το φυτόν, αλλ' έπιπτε νεκρός κατά γης.

Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ.

Όταν ωρίμαζον εις τους αγρούς οι καρποί, τότε εξεστράτευε, τα δε στρατεύματά του εβάδιζον με τον ήχον των συρίγγων, των κιθαρών, των βαρυαύλων και των οξυαύλων. Ερχόμενος εις την χώραν των Μιλησίων, δεν κατέστρεφεν ούτε έκαιε τας οικίας των αγρών δεν απέσπα τας θύρας· έκαστον πράγμα το άφινεν εις την θέσιν του.