Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Δεν πολεμάει να γλυτώση τίποτις που βγαίνει από το χέρι του, κι ας μη χρειάζεται και γλυτωμό· αλάκερο Μιναρέ πολεμάει να γλυτώση! Απαράλλαχτοι και μεις, φίλε. Σε μιναρέδες ακκουμπούμε, να μην γκρεμνιστούνε· με μια διαφορά, που μας κάνει και φαινούμαστε κι από το Μεχμέτη τρελλότεροι.
Αλλά θα φυτρώση άραγες απάνω τους τάγιο το δέντρο; Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μιναρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλλο, να σου πω ένα παραμυθάκι. Είτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς.
Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κ' έφυγα. Τέτοια σπίτια θα βρης εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρής όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους Τούρκικους τους μαχαλάδες.
Τι πράμα και τι κακό σαν την πρωτοείδα την Πόλη! Τι απέραντη μερμηγκιά, τι λαμπρότη και τι ομορφιά! Εκείνα τα κυπαρίσσια, εκείνοι οι μιναρέδες κ' οι θόλοι!
Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι &γκρεμνισμένοι& χρόνια κ' αιώνες, κι ως τόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλιά τους κι ακκουμπούμε, μην τύχη και πέσουν! Να τo δούμε πώς έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει. Θα με ρωτήξης, τι πάνε να πουν όλ' αυτά· θα μου πης πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα.
— Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν. Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του: — Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια! — Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης.
Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάς — το &εγώ& σου. Το &εγώ& στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέπεις εκείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξης ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι απόνα &εγώ&. Αυτό το &εγώ& τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του.
Πρωί ― πρωί ήμουν εκεί, κι από το χωριό πήγα στους λόφους, όπου έχουν χτίσει οι Ρώσοι το μνημείο τους για τη νίκη του 1878. Από κείνους τους λόφους φαίνουνται κάπου κάπου, μακριά, ύστερ' από τα κίτρινα χωράφια, στην καταχνιά της ζέστης, ο τοίχος της Πόλης, οι πύργοι, και μερικοί σβησμένοι μιναρέδες.
Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες.
— Άιντε, και λιγώτερο να θυμάσαι τη μάννα σου! Όσο μπορείς λιγώτερο! Την αυγήν, επάνω εις το γλυκοχάραμα, όταν πλέον ο βαρδιάνος της πρώρας ήρχισε να ξεχωρίζη τους μιναρέδες της Καλλιπόλεως, το πλήρωμα κατά πρόσκλησιν του ναυκλήρου, του Γιωργάκη της Λιμπέριαινας, παρέστη εις μίαν τρυφερωτάτην σκηνήν, η οποία αξίζει τωόντι τον κόπον μιας περιγραφής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν