United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοίχοι ψηλοί με πολλές σκάλες και σκαλάκια και δρομάκους και ανήφορους και χάβρα εβραίων χωρίζει το μαχαλά απ' όλη την Πάτρα απλόνεται κάτασπρη και μακριά ως τη θάλασσα με τους φαρδείς της δρόμους, τις κόκκινες στέγες των σπιτιών τις καπνοδόχες των φαμπρικών τις πλατείες της, το λιμάνι της γεμάτο καράβια, καΐκια, βαπόρια, βαρκούλες, ως το φανάρι του μώλου που αντικρύζει ψηλό κι ίσιο πέρα την ανοιχτή θάλασσα που μέσα της βουτάει όλος μεγαλείο και μεθύσι κάθε βράδι ο ήλιος καταφλογισμένος, και τη Βαράσσοβα και την Παλιοβούνα δυο βουνά, δυο τεράστιους και περήφανους βράχους ορθοκοφτούς ίσους σαν από μαχαίρι.

Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή. Ακόμα λίγοτελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα! Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί... Σταθήτε λίγο ψηλά.

Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάςτο &εγώ& σου. Το &εγώ& στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέπεις εκείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξης ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι απόνα &εγώ&. Αυτό το &εγώ& τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του.

Σικελία, Κρήτη, Πελοπόννησο, μεγάλο μέρος της καθαυτό Ελλάδας, Δαλματία, Βορεινή Αφρική, όλες αυτές οι χώρες, λίγο πολύ ρημαχτήκανε. Φαίνεται πως τραβήχτηκε κ' η θάλασσα κάμποσο διάστημα πίσω, και μάζευε, λέει, ο κόσμος ψάρια στον πάτο της! Έπειτα ξαναγύρισε με τέτοιαν ορμή, που καράβια βρεθήκανε σε στέγες σπιτιώνε!

Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ' εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και ακολουθούντας δορυφόρους.

Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος.

Φοβόταν, αλλά για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον τυφλό. Έμεινε εκεί μια ώρα, δυο, τρεις. Ο τόπος ήταν έρημος: ο κόσμος ήταν κάτω, στο πανηγύρι, και το χωριό σ’ εκείνη τη γωνιά έμοιαζε ακατοίκητο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στις στέγες από σχίζες των μικρών, χαμηλών και φτωχικών σπιτιών που έμοιαζαν με καλύβες.

Ως και τω σπιτιών οι στέγες φορτωμένες άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους, άλλοι ξεφωνίζοντας από τη χαρά τους, άλλοι βογκώντας από λύπη και καταριώντας. Κι ο Αυτοκράτορας, τριγυρισμένος με τα τάγματά του, οδηγούσε το Γρηγόριο στην Αγιά Σοφιά να τον κηρύξη Ορθόδοξο Πατριάρχη.

Ας ξαναμπούμε όμως στο ναό μέσα, έχοντας το πρόσωπό μας γυρισμένο κατά τ' Αγιοβήμα. Γυρίζει αυτός και πηγαίνει κι απάνω από το νάρθηκα. Μαρμαρόστρωτος και γεμάτος λογής λογής λαμπρές κολώνες, κ' οι στέγες του καταστόλιστες με πολυσφάνταχτα ξόμπλια ψηφιδωτό πετράδι. Ανέβαιναν εκεί οι γυναίκες με γυριστές σκάλες απέξω. Είχε όμως κι απομέσα πόρτες για νανεβαίνουν οι διάκοι και να θεμιάζουν.