United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πώς τούτο, κόρη, θα γενή για τους εχθρούς σου βλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Ξέρεις τον Ερεχθόνιο, ή δεν τον ξέρεις, γέρο; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αυτόν που έβγαλεν η γη για πρώτο πρόγονό σας; ΚΡΕΟΥΣΑεκείνον έδωκε η Παλλάς την ώρα που εγεννήθη. . .. ΚΡΕΟΥΣΑ Τούδωκε δυο σταλαγματιές απ της Γοργόνας το αίμα. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ποιά δύναμιν είχεν αυτές για τη ζωή του ανθρώπου;

Όθεν μίαν νύκτα που εκοιμώμεθα, ευρίσκοντας ευκαιρίαν, μας έρριψαν εις το πέλαγος και το βασιλόπουλο ευθύς επνίγη· εγώ έτυχα κατά τύχην εις ένα σανίδι και έπλεα όλην την νύκτα βοηθουμένη από το σανίδι· προς την αυγήν ο άνεμος με έβγαλεν εις ένα ξερονήσι, είκοσι μίλια μακρύτερα από την στερεάν· εκεί ευρίσκοντας οπωρικά και γλυκό νερό έλαβα ελπίδα διά να ζήσω ολίγον ακόμη καιρόν.

Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις τούτην την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο που έχω συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης υπέρμετρος, τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν μου· Και διά να με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην είνε αληθινόν, με φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες σιδερένιες διπλές, και εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους σωρούς βέργες από χρυσόν, ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα ωσάν αυγά περιστεράς, που έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια.

Ευθύς που ο Αμπτούλ εκατάλαβε πώς ο Καλίφης ήτον εκστατικός και διά την σκλάβαν, ευθύς την επήρε, και την έβγαλεν έξω από τον χοντζερέ. Εστάθη αυτό μία νέα πληγή του Καλίφη, και ολίγον έλειψε που να μη φανερώση την αγανάκτησίν του και την οργήν· εκρατήθη όμως καθώς ημπόρεσε. Και ξαναγυρίζοντας ο Αμπτούλ εξακολούθησαν να ξεφαντώνουν έως εις το βασίλευμα του ηλίου. Ο Καλίφης τότε του είπεν.

Αυτή δε επήρε πολύν αριθμόν από διαμαντικά πολύτιμα, τα οποία της τα εδιάλεξεν ο Αμπτούλ με το χέρι του. Τελειώνοντας να της δείξη τον θησαυρόν του, της εξανάδεσε τα μάτια, και την έβγαλεν από το υπόγειον και την έφερεν εις την ιδίαν σάλαν όπου ήτον.

Ευτυχής τώρα εξακολουθεί τον δρόμον της. — Τι καλά, συλλογίζεται, όταν έλθη η μητέρα των, δεν θα εύρη τα παιδάκια της σκορπισμένα, θα τα εύρη σε ζεστή μέσα φωληά. Το δειλινό επείνασε πάλιν και έβγαλεν από την τσέπην της το ολίγο ψωμί που της έμεινεν, αλλ' ενώ έτρωγε, παρατηρεί σε μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ένα χονδρό σχοινί ένα αρνάκι. Ω! το δυστυχισμένο ζώον! είπε.

Λευκές οι πέτρες και φαλακροί μ' αδάμαστοι οι βράχοι αγωνίζονται με πείσμα κι' επιμονή, Κι' ακόμα η κορυφή του βουνού υπερήφανη και αγονάτιστη δείχνει όλη την παγερή της περιφρόνηση, στον επιδρομέα. Κι' ικανοποιημένος έβγαλεν ένα συμπέρασμα που τον ευχαρίστησε πολύ, γιατί χαμογέλασεν αμέσως.

Και ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές.

Στο βουνό φαινόντανε γραμμές-γραμμές οι σκιές. — Είναι οι ρυτίδες αυτές της χαράς, είπε, Όταν το φως γερνά έχει για ρυτίδες τις σκιές. Έξαφνα έβγαλεν ένα αναφωνητό. — Κύτταξε, κύτταξε! έκανε. Το δάσος πολιορκεί το βουνό.,, Τα πεύκα ξεκινήσανε από την παραλία σε πυκνές φάλαγγες και κυριέψανε ως την ώρα το μισό βουνό.

Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.