Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Και εισήλθε με απόφασιν να εξομολογηθή εις τον ιερέα και να ζητήση τας συμβουλάς του. Έβγαλεν ευθύς το φέσι του, εφίλησε μετά δουλικής αφοσιώσεως την χείρα του ιερέως κ' εγονάτισε προ αυτού. Ο παπά-Σταύρος εκάθητο σταυροπόδι επί του κραββάτου, έχων εις την αριστεράν χείρα το κομβολόγι και εις την άλλην, στηριζομένην επί των γονάτων, εκκλησιαστικόν βιβλίον, το οποίον ανεγίνωσκε μεγαλοφώνως.
Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές.
Ήτο θέσις καλή μόνον διά να πέση τις εις την θάλασσαν να πνιγή, εάν το είχεν αποφασίση. Η γραία έβγαλεν από το καλάθι της τα ολίγα παξιμάδια όσα της είχον μείνη, ελαίας και τυρίον, κ' εδείπνησεν. Ευτυχώς το φλασκί της, ήτο γεμάτο νερόν, επειδή το δειλινόν το είχε γεμίσει από την γούρναν.
Φθάνοντας τέλος πάντων η νύκτα, ο πατέρα της την έβγαλεν από ένα κρυφόν τόπον του σεραγιού του, και την έφερεν ο ίδιος εις την πόρταν του Αμπτούλ, και εκεί την άφησε· και πριν την αφήση της είπε· πως αν δεν κάμης καθώς σε εδιάταξα διά να μάθης που έχει τον θησαυρόν, ήξερε πως από το σπαθί μου δεν θέλεις γλυτώσει. Τότες αυτή εκτύπησε την πόρταν, και εγύρεψε διά να ομιλήση με τον Αμπτούλ.
Εκεί εκάθισε ν' αναπαυθή. Έβγαλεν από το καλάθι της το ψωμί και το τυρί και ολίγον κρέας, τα οποία την είχε φιλεύσει η Μαρούσα, επειδή την εσπέραν δεν είχε δυνηθή να φάγη τίποτε, μετά τον καφέν όπου είχε πίη εις το μαγειρείον. Εφύλαξε μόνον τα δίπυρα, τα οποία είχε λάβει από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγεν, έπιε δροσερόν νερόν, κ' έλαβε μικράν αναψυχήν.
Τότε μία σκλάβα γραία έρχεται και μας δίνει την είδησιν πως ήτον κοντά να γένη ημέρα, και η Τζελίκα εν τω άμα εσηκώθηκε με όλες τες άλλες και ανεχώρησε, και εμένα μ' επήρεν εκείνη η γραία σκλάβα και με έβγαλεν από μίαν πορτοπούλαν, και ευρέθηκα εις την στράταν έξω από το βασιλικόν παλάτι.
ΚΡΕΟΥΣΑ Ως εδώ η ευτυχία φθάνει, ω άγνωστε, μα δεν τραβά κι' ακόμη παρά πέρα. ΙΩΝ Αυτά που λεν' οι άνθρωποι αληθινά είνε τάχα; Πες μου, για όνομα θεού! ΚΡΕΟΥΣΑ Για ποιό ρωτάς, ω ξένε; πες μου να μάθω. ΙΩΝ Απ' τη γη εβγήκε του πατέρα σου ο πρόγονος; ΚΡΕΟΥΣΑ Αληθινά• ο Ερεχθόνιος ήταν αλλά το γένος τι ωφελεί; ΙΩΝ Η Αθηνά τον έβγαλεν από τη γη;
Αφού ήναψε τα επτά κηρία, έβγαλεν από το παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον υπέρ τας εκατόν οργυιάς, λεπτόν σχοινίον, ολοκίτρινον, ευωδιάζον, κηρόπλαστον. Ήτο γιγαντιαίον φιτύλιον βαμβακερόν, το οποίον είχε κλώσει όλον με τας χείρας της, και με τας χείρας της το είχε περιβάλει με μελικήριον πρόσφατον.
Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς
Εις ταύτα τα λόγια του καραβοκύρη άρχισεν ένας κλαυθμός και οδυρμός όλου του στρατεύματος και των ναυτών, και δεν ηκούετο άλλο παρά ένας θρήνος· αλλ' όταν επλησιάσαμεν καλά και είδαμεν εκείνο το φοβερόν βουνόν, ηκούετο μία φοβερά ηχολογή και άρχισαν να τρίζουν τα καράβια και εφαίνοντο τα περόνια και τα σίδερα να ξεκαρφώνονται από τα καράβια και με μεγάλην ορμήν τρέχοντας εκολλούσαν εις το βουνόν του Μαγνήτου από του οποίου την σφοδράν ελκυστικήν δύναμιν τα καράβια ευθύς εσχίσθησαν εις κομμάτια και κατεβυθίσθησαν ομού και όλοι μου οι άνθρωποι επνίγησαν πλην εμού και μόνου, που κατά τύχην ενώ έπλεα επάνω εις ένα ξύλον, ο άνεμος με έβγαλεν εις ένα μέρος εκείνου του βουνού, που ήτο μία στενή στράτα με σκαλίδια, που ανέβαινον έως εις την κορυφήν, ώστε επιάσθηκα με φόβον από τα σκαλίδια εκείνης της δυσβάτου στράτας και με κόπον ανέβηκα εις την κορυφήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν