United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα έσωθεν.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Και την αυγήν, ευθύς που εξημέρωσε, το όρνεον επέταξε και με εσήκωσε μαζί του έως τα σύγνεφα του ουρανού, τόσον που δεν έβλεπα πλέον την γην και πάλιν εκατέβη με τόσην ταχύτητα που δεν αγροίκησα ποσώς. Όταν εκάθησεν εις την γην, εγώ ευθύς έλυσα το ζωνάρι μου από τον πόδα του και έμεινα λυτός. Τότε το όρνεον άρπαξε με την μύτη του έναν μεγαλώτατον όφιν δράκοντα και επέταξεν.

Περίεργο ως τόσο ζωύφιο ένας γρύλλος εκεί! Μια στιγμή στο πλαγινό μου κελί, απ' τ' άλλο μέρος απ' το κελί του ηγούμενου, αγροίκησα κάποιο θόρυβο σιγαλής κουβέντας κι ανάλαφρα πατήματα. Μια μικρή ξύλινη πόρτα αντάμονε το κελί μου με τ' άλλο που άκουα το θόρυβο. Χωρίς να θέλω την σίμωσα και κοίταξα από μια χαραμάδα. Στην αρχή δεν καλόβλεπα τίποτε, μόλις χάραζε λίγο φως. Κοίταξα ακόμα.

— Α! πούθε αυτό το καλό! είπε με την φωνήν του την δυσδιάκριτον και τραχείαν, σφίγγων τους οδόντας ενώ ωμίλει. Τόμ' σ' αγροίκησα, ταμάμ σε προσήφερα, κυρά Γιαννού . . . Ο Γεραμπής σε στέλνει! — Τι λες γυιε μου; είπε με το υποκριτικόν ήθος της η Χαδούλα. — Καλά που σ' εσταύρωσα! είπα, αυτήνη είναι κείν' η καλή γυναίκα κάτ' απ' τη χώρα, που γρουνίζει τα γιατρικά και διώχνει κάθε γρουσουζλιά αλάργα!

Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα πονηρίαν.

Παιδί μου, μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά διά να με παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα αγροίκησα προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε δουλεύσω, και εις ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου ένα μέσον διά να σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον εσένα ωσάν και εμένα.

Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν. — Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες; — Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε; — Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.

Ως τόσον εγώ περιπατώντας ένθεν κακείθεν παρατηρών εκείνα τα θαλασινά χόρτα ανόμοια από της γης και βλέποντας εις κάθε μέρος πίννας, αχυβάδια, στρείδια και άλλα γιαλικά φυτευμένα ωσάν εις την θάλασσαν και ζωντανά, εθαύμαζα πώς εις την ξηράν γην ζουν αυτά τα ζωόφυτα και με τέτοιαν περιέργειαν απεμακρύνθην αρκετά από το καΐκι και από τους συντρόφους μέσα εις εκείνο το πρόσκαιρον νησί, όταν αιφνιδίως αγροίκησα και εσείσθη όλον το νησί· και ολίγον κατ' ολίγον να κινήται και να βυθίζεται εις την θάλασσαν.

Κύριε, τότε του απεκρίθη, είνε καιρός που η φήμη σου ήλθεν εις τα αυτιά μου, αγροίκησα πως εσύ είσαι ο πλέον αγαπημένος του βασιλέως· όθεν είχα επιθυμίαν πολλήν διά να σε ιδώ· χαίρομαι το λοιπόν που σήμερον έλαβα τούτην την ευχαρίστησιν· ας ακολουθήσωμεν το λοιπόν τα λαλούμενα και τους χορούς μας, είπε προς τες νέες, και, ας κάμωμε κάθε δυνατόν διά να δώσωμεν χαροποίησιν τούτου του ξένου.