United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα πονηρίαν.

Και εγώ ο ίδιος, τόση ήτο η έκπληξίς μου, ώστε ωμολόγησα ότι ποτέ μου δεν συνήντησα τόσον σοφούς ανθρώπους, και τελείως υποδουλωθείς υπό της σοφίας των ησθάνθην την ανάγκην να τους επιδαψιλεύσω επαίνους και εγκώμια. — Ευτυχείς θνητοί, τους είπα, τι θαυμαστή αυτή σας η ικανότης να αποτελειώσετε τόσον σύντομα και εις ολίγην ώραν ένα τόσον δύσκολον έργον! αλήθεια, πολλά και άλλα ωραία πράγματα έχει κανείς να θαυμάση, Ευθύδημε και Διονυσόδωρε, εις τους λόγους σας· εκείνο όμως τα ξεπερνά όλα, που δεν λαμβάνετε καθόλου υπ' όψιν σας τους πολλούς ανθρώπους, τους σοβαρούς προπάντων και εκείνους που τους λογαριάζουν για κάτι, αλλά μόνον τους ομοίους σας· διότι εγώ βέβαια γνωρίζω καλά πως ολίγοι μόνον άνθρωποι θα ευρίσκουν ευχαρίστησιν εις αυτούς σας τους λόγους, ακριβώς εκείνοι που σας ομοιάζουν· ενώ οι άλλοι έχουν τέτοιαν ιδέαν δι' αυτούς, ώστε, είμαι βέβαιος, περισσότερον θα εντρέπωνται, αν επρόκειτο να εξελέγξουν άλλους με τέτοια επιχειρήματα, παρά να εξελέγχονται οι ίδιοι.

Όταν δε του είπα την καθαράν αλήθειαν, ότι είνε αδύνατον να σωθή η γυνή και ωμολόγησα ότι το νόσημα ήτο υπέρτερον των δυνάμεων μου, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και οργής και έλεγεν ότι εκουσίως εγκατέλειπα εις την τύχην της την γυναίκα, ότι ήθελα την καταστροφήν της και διά την αδυναμίαν της τέχνης κατηγόρει εμέ.

Μα, ειπέ μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες την αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το νησί; τότε εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με όλην την καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ, θυγατρός του βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν εικόνα, την οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου, ομού με το δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου συμβεβηκότα ως εκείνην την ώραν.

Προ μικρού δε είχα δεχθή εις συμπόσιον τρεις βασιλείς, και κατά την στιγμήν εκείνην δεν ήμην όπως και την πρωίαν, αλλά την επιούσαν του ωμολόγησα εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμην, όπερ ήτο το αυτό ως εάν του εζήτουν συγγνώμην. Αλλά μη αναμιγνύωμεν αυτόν εις την έριδα ημών. Απαλείψωμεν αυτόν εκ της διαφοράς, αν πρόκειται να συζητήσωμεν περί ταύτης.

Δεν ωμολόγησες δε ότι και ο χρυσός είναι πράγμα καλόν; — Το ωμολόγησα πράγματι. — Δεν πρέπει λοιπόν να τον έχη κανείς πάντοτε και παντού, και προ πάντων μαζί του; και δεν θα ήτο ευτυχέστατος αν θα είχε τρία μεν τάλαντα χρυσού μέσα εις την κοιλίαν του, ένα τάλαντον εις το κρανίον του, και από ένα στατήρα εις το κάθε του μάτι; — Και πραγματικώς, Ευθύδημε, του είπεν ο Κτήσιππος, λέγουν ότι μεταξύ των Σκυθών εκείνοι θεωρούνται ευτυχέστατοι και άνθρωποι μεγαλυτέρας αξίας, που έχουν πολύ χρυσίον μέσα εις τα κρανία, τα ιδικά των, διά να μιλήσω κ' εγώ όπως εσύ, που έλεγες σκύλον τον πατέρα μου· και εκείνο που είναι ακόμη θαυμαστότερον, και πίνουν μέσα από τα επιχρυσωμένα κρανία των, και τα βλέπουν μέσα τα κρανία των, ενώ τα κρατούν εις τα χέρια των. — Και δεν μου λέγεις; είπεν ο Ευθύδημος· αυτοί οι Σκύθαι σου και οι άλλοι άνθρωποι βλέπουν εκείνα που ημπορούν να βλέπουν, ή που δεν ημπορούν;

Εγώ του ωμολόγησα όλα τα συμβεβηκότα μου με κάθε καθαρότητα και, αφού του τα εδιηγήθηκα, μου είπεν· Εγώ γνωρίζω κατά πολλά τον πατέρα σου, με τον οποίον έκαμα πολλάς πραγματείας· επειδή και είμαι και εγώ πραγματευτής από την Μπάσρα, διά το οποίον έχω πολλήν ευχαρίστησιν που σε εγνώρισα· εγώ με το να μην έχω παιδιά ή κληρονόμους συνέλαβα διά εσένα τόσην αγάπην, που απεφάσισα να σε κηρύξω υιόν μου και κληρονόμον μου.

Εστάθη μεγάλη η κραυγή που έκαμα, τόσον που εξύπνησα τον βασιλέα που εκοιμάτο, ο οποίας με ερώτησε το αίτιον της κραυγής μου και εγώ του ωμολόγησα εκείνο που είδα.

Ποίον να σφάζη και να γδέρνη και να κόπτη εις μικρά κομμάτια το κρέας και να τα βράζη ή να τα ψήνη; — Τον μάγειρον. — Καλά λοιπόν θα κάμη, εκείνος που κάμει ό,τι τον επιβαρύνει; — ΜάλισταΤον μάγειρον δε, καθώς είπες, επιβαρύνει να κόπτη και να γδέρνη· το ωμολόγησες αυτό, ή όχι; — Αλλοίμονο! το ωμολόγησα, αλλά συχώρεσέ με, — Είναι λοιπόν φανερόν ότι, αν κανείς σφάξη τον μάγειρον και τον κόψη κομμάτια και τον βράση ή τον ψήση, θα κάμη ό,τι τον επιβαρύνει να κάμνη· το ίδιο και εκείνος που σφυροκοπήση τον χαλκέα και που κοπανίση τον κεραμέα και τον κάμη πηλόν.

Εξαναευχαρίστησα τον βασιλέα διά την γενναιότητά του, και του ωμολόγησα πως και εγώ δεν εστάθηκα τόσον αναίσθητος προς αυτόν, από την πρώτην φοράν που τον είδα, όμως ωσάν τιμημένη που ήμουν δεν ηθέλησα ευθύς να του το φανερώσω.