United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και από τι θάνατον απέθανε; τον ερώτησα εγώ· από αγάπην, εκείνος μου απεκρίθη, επειδή και είχεν ακούσει την μεγάλην ωραιότητα της βασιλοπούλας της Κασμυρίας, ονομαζομένης Φαρουχνάζ, την αγάπησεν υπερβολικά και έξω της στράτας, διά το οποίον την εζήτησε πολλές φορές του πατρός της, και δεν εστάθη τρόπος, που να την λάβη· όχι διότι ο πατέρας της δεν ήθελε, να του την δώση, αλλά από αιτίαν αυτηνής, που δεν ήθελε να υπανδρευθή με κανένα τρόπον, με το να είχε μέγα μίσος εις τους ανθρώπους, από αιτίαν ενός ονείρου που είχε ιδεί διά ένα ελάφι, πως είχε παραιτήση μίαν έλαφον εις τα δίκτυα, χωρίς να την βοηθήση να έβγη.

Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και εστάθηκαν ολούθεν αναμμένες λαμπάδες· και η πλέον μεγάλη φωτοχυσία εστάθη εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον, και εκεί που εστεκόμουν με τον ευνούχον, ακούομεν να ανοίγη η πόρτα της στράτας, και βλέπω να παρουσιάζεται έμπροσθέν μου η Καλεκάρη. Εις τέτοιαν θεωρίαν εστάθη μέγας ο θαυμασμός μου, και άρχισα να τρίβω τα μάτιά μου μήπως και επλανώμουν.

Τότε εγώ και ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το Αστραχάν εις το βασίλειον του πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα τα έξοδα της στράτας και πριν φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι, που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον μου έδινε την είδησιν πως ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή πριν αποθάνη.

Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη.

Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το βουνόν.

Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.

Δεν είχα φθάσει ακόμη εις το ήμισυ της στράτας, και ιδού που βλέπω τον Αμαδεδίν να έρχεται με πολύν λαόν, και με τους προεστούς του Μουσούλ εις συναπάντησίν μου και φθάνοντάς με επέζευσεν ευθύς από το άλογόν του, και ήλθε και με επροσκύνησε δείχνοντάς μου την καλήν του προθυμίαν, καθώς εις την επιστολήν του μου το εσημείωνεν.

Αλλά μίαν ημέραν οι τεχνίται και οι έμποροι της Πλατειάς Στράτας συνεφώνησαν να μη τον πειράξουν, διά να ίδουν τι θα συνέβαινε. Την επιούσαν ενεφανίσθη ο τρελλός εις την Πλατειάν Στράταν, διήλθεν όλην την οδόν, αλλ' ουδείς τον επείραξεν, ουδείς εφάνη προσέξας εις την διάβασίν του. Αντί δε ν' απέλθη ευχαριστημένος, εστράφη προς τα οπίσω και εκ νέου διέτρεξε την οδόν.

Πολλές βραδιές π' αντάμωναν φυλιώνταν από τότες Κ' έλεγαν την αγάπη τους κι' άργαγε λίγο η Χρύσω Κι' αν τη ρωτάγαν «τι άργησεςτα γονικά στο σπίτι Χίλιες τους εύρισκε αφορμές, μύρια της στράτας μπόδια. Κ' ένα βραδύ από τα πολλά, κοντά το πρώτο σούρπο, Δίχως ν' αρμέξουν πρόβατα, να ειπούν και πολλά λόγια.

Οπόταν δε εμβήκαμεν εις το Μπαγδάτι, επήγαμεν και καταλύσαμεν εις ένα καλόν σπήτι, και αφού αναπαυθήκαμεν από τον κόπον της στράτας, εβγήκα και υπήγα εις την χώραν διά να ανταμώσω τους φίλους μου. Αυτοί ωσάν με είδαν, εθαύμασαν που με είδαν ζωντανόν λέγοντές μου, πως οι σύντροφοί σου που είχες μισεύσει με αυτούς από εδώ, μας είπαν πως απέθανες.