United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα οι δύο ομού υπήγαμεν εις το ρηθέν δάσος, και ευρόντες τον σκοτωμένον Ελέφαντα, τον εθάψαμεν εις ένα τάφον επί το αυτό σκαμμένον με τον σκοπόν, όταν σαπή και αναλύση το κρέας του, να τον εξαναχώσωμεν, διά να μεταχειρισθή τα δόντια και κόκκαλά του ο αυθέντης μου εις πραγματείαν, που ήτον το επάγγελμά του.

Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.

Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε ένας φοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν, όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ' εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν του Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε.

Τότε εγώ επήρα θάρρος και έσκυψα, αφού εκρατήθηκα από έν εκ των πλησίον δένδρων διά να μη ζαλισθώ και πέσω εις το χάσμα• και είδα όλο το εσωτερικόν του Άδου, τον Πυριφλεγέθοντα, την λίμνην, τον Κέρβερον και τους νεκρούς, ούτως ώστε ανεγνώρισα μερικούς εξ αυτών τον πατέρα μου τουλάχιστον είδα καθαρά και εφορούσε τα ίδια ενδύματα με τα οποία τον εθάψαμεν.

Η αγωνία του διήρκεσεν όλην την ημέραν. Ο Τουρκικός στόλος εν τούτοις απεμακρύνθη διευθυνόμενος προς νότον και παρήλθεν ο κίνδυνος των Σπετσών, οι δε νησιώται καθησύχασαν. Το εσπέρας εξεψύχησεν ο πατήρ μου. Την επιούσαν επώλησα της μητρός μου το δακτυλίδιον και εθάψαμεν τον νεκρόν μας εις τάφον ταπεινόν και ανεπίγραφον. Ήτο η δεκάτη πέμπτη Ιουλίου 1822. Τοιαύται ημερομηνίαι δεν λησμονούνται.

Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το βουνόν.