Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ. Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι! Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο.

Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.

Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη; Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη, Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια. — Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω; Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα, Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω, Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω. — Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια; — Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της.

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Τους χτύπησε της χαραγής το παγερό τ' αέρι Και ξαστερώσαν ξάνοιξαν οι μαύροι λογισμοί τους. Τότες θυμήθηκε ο βοσκός τα ζωντανά, τη στάνη, Κι' αφίνει ευτίς τη σπηλιά με τ' απαλό το στρώμα Και την πανώρια αγάπη του με τα γλυκά φιλιά της, Με τ' άσπρο, το μεστό κορμί, τη λιγερή τη μέση Και την ολόθερμη αγκαλιά που χάρηκε όλη νύχτα. Όμως το γρέκι του αδειανό κ' έρμη τη μάντρα βρίσκει.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν