United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας γενή μια λογόστεσι κιας περάση ύστερα κένας χρόνος και δυο, ώστε να γενή ο γάμος. — Άφησε και κατέχω 'γώ πως θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις. Εκινήθη δε να εξέλθη, αλλ' η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε. — Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμμα. Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έρριξε παραπετρές για το Μανώλη.

Διά ποίον πράγμα; — Είπα, &'στό θεό σου&. — Ε, και σαν είπες; — Εξέχασα. — Τι; — Ότι σεις οι Γύφτοι δεν έχετε. — Τι πράγμα; — Θεόν. — Ε δα, μη, &τζάνουμ&.. — Πώς; — Μη το λέγης αυτό, να σε χαρώ. — Διατί; — Μην ακούης τι λέγει ο κόσμος. — Λοιπόν έχετε Θεόν; — Βέβαια. — Τότε έσφαλα. Και ενταύθα ο διάλογος διεκόπη.

Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο ίδιος: ΦΛΕΡΗΣΕγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αγάπη μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι ώραν να σου στείλω το μήνυμά μου αύριον; ΡΩΜΑΙΟΣ Κοντά εις τας εννέα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ καλά· μου φαίνεται ως τότε δέκα χρόνια. Εξέχασα τι σ' ήθελα και σ' έκραξα οπίσω. ΡΩΜΑΙΟΣ Εδώ να μένω άφησε ως που ‘ς τον νουν να σ' έλθη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θα το ξεχνώ, να σε κρατώ εδώ να περιμένης, και θα θυμούμαι μοναχά πως θέλω να σε βλέπω.

Εφοβούμην μη κληθώσι και άλλοι· και τότε ο φίλος μου θα ηρνείτο να ψάλη. — Όχι· μοι απήντησεν. Ο κυρ Στρατής, εγώ και συ. Και μετ' ολίγον επανέλαβεν: — Όχι. Εξέχασα. Θα είνε και αι δύο γειτόνισσαίς του, αι δύο . . . πώς της λένε; πες ταις ντε . . . αι δύο . . . χιλιάρικαις!

Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύοτρεις φορές.

ΡΩΜΑΙΟΣτης Ροζαλίνας; Όχι· εξέχασα και τ' όνομα και τον καϋμόν της, πάτερ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Έτσι σε θέλω· εύγε σου! ‘Πέ μου λοιπόν, πού ήσουν; ΡΩΜΑΙΟΣ Θα σου ειπώ το κάθε τι, πριν ερωτήσης πάλιν. Την νύκτα εξεφάντωσα μαζή με τους εχθρούς μου, και επληγώθηκα εκεί, χωρίς να το προσμένω, αλλά επλήγωσα κ' εγώ. Κ' οι δύο θεραπείαν, απ' τ' άγιον το χέρι σου, και συνδρομήν ζητούμεν.

Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!

ΒΕΡΑΕγώ έδειξα πως δεν εξέχασα. Νομίζω πως το έδειξα. Ο καιρός δεν επέρασε για μένα. Δε μιλώ για τον εαυτό μου. Η ζωή μου σταμάτησε στην αρχή του δρόμου. Όμως σταμάτησε σ' ένα περιβόλι, που δε μαράθηκαν ποτέ τα λουλούδια του. Γιατί δεν άφισε να μαραθούν. ΦΛΕΡΗΣ — Κ' εγώ θέλω να ξαναγυρίσω στην αρχή του δρόμου. Δεν είναι το ίδιο Βέρα; Τι σημαίνει αν ετράβηξα μπροστά εγώ.

Εξέχασα τον δικό μου κίνδυνο κ' εγύρισα σ' εκείνο την προσοχή μου, μην ημπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήσαν τόσον οργισμένα εναντίον του τα κύματα; Το μπάρκο είχε δύο τρόμπες· μία στην πρύμη και μία στην πλώρη. Για να κινηθούν ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμία. Στην αρχή δεν ήθελαν ν' αφήσουν τον καπετάνιο να καταπιαστή με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε ο μοναχός αλλαχτής μας.