United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν εσηκώθηκε ο Φιλητάς και στάθηκε ορθός στο κάθισμά του, εδοκίμασε πρώτα αν φυσάνε καλά τα καλάμια· έπειτα αφού είδε, ότι ελεύθερα περνάει το φύσημα, άρχισε να φυσάη πολύ και δυνατά. Θα ενόμιζε κανένας πως ακούει φλογέρες, που επαίζανε μαζί· τόσο βούηζε το σφύριγμα. Και σιγά σιγά λιγοστεύοντας τη δύναμη, στο γλυκότερο εγύριζε το σκοπό.

Αίφνης όμως ησθάνθη εις τας χείρας της την μαγευμένην άτρακτον, παλαιόν δώρον της μητρός της, την οποίαν εν τη σπουδή της είχε λάβει μαζί· και οι οφθαλμοί της ανέλαμψαν θριαμβευτικώς· τυχηρό κι' αυτό· θαρρείς και ήτο φώτισις Θεού!. . . — Ξακληριές και μαυρίλες! εψιθύρισε μετά θυμού. Και σταθείσα περιέστρεψεν εις χείρας την άτρακτον και την έρριψεν είτα μεθ' όλης της δυνάμεως της.

Αχάραγο ακόμα, ήρθε και μαγουροξύπνησε απάνω, που ως τα μεσάνυχτα τόχαμε ρίξει έξω, κάτω στακρογιάλι, με τον Κυρ-Λιάκο τον τηλεγραφητή. — Όσο να ντυθής συ, μου κάνει, να πάρης και τον καφέ σου, γέρνω γω στο Λιμιονάκι για δόλους. Τούπα να καθήση, να τον πιούμε μαζί·Μουντζουριές μου λέει, γελώντας· μαβρίζει τάντερο.

Επεράσαμεν εκείνην την νύκτα συνευφραινόμενοι όλοι μαζί· εγώ ευρισκόμουν εις υπερβολικήν και άμετρον χαράν, και όταν εστοχαζόμουν τον κίνδυνον που διέφυγον μου εφαίνετο ότι ήμουν ωσάν εις ενύπνιον.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ταραγμένο πνεύμα, αναπαύσου, αναπαύσου! — Τώρα, κύριοι μου, 'ς εσάς συσταίνομ' όλος μ' όλην την ψυχήν μου, και ό,τ' ημπορεί πτωχός άνθρωπος, όπως είναι ο Αμλέτος, να κάμη διά να δείξη πόσην αγάπην τρέφει προς εσάς, δεν θέλει λείψη, αν θελήση ο Θεός. Και τώρα μέσ' ας πάμε όλοι μαζί· και πάντοτε σας εξορκίζω το δάκτυλο εις τα χείλη επάνω να κρατήτε.

Για να χαθή το χ, έπρεπε πρώτα να προφέρουν το χ σα δασεία, έπειτα κ' η δασεία ξεψύχησε· τότες βρέθηκαν τα δυο ι κοντά το ένα στάλλο, και τάλεγαν και τα δυο μαζί· το πρώτο λιγόστεβε με τον καιρό, ώςπου να μην ακουστή, κ' έμεινε το δέφτερο μοναχό του.

Προς τούτοις έπρεπεν, ω άνδρες, να ιδήτε τον Σωκράτη κατά την άτακτον διά φυγής υποχώρησίν μας από το Δήλιον. Εγώ είχα ίππον εις την μάχην αυτήν, αυτός δε τον βαρύν του πεζού οπλισμόν. Υπεχώρει λοιπόν μετά τον διασκορπισμόν πλέον όλων αυτός και ο Λάχης μαζί· τους συναντώ δ' εγώ και μόλις τους είδα φωνάζω εις αυτούς να έχουν θάρρος και ότι εγώ δεν θα τους αφήσω.

Ερχόταν η αυγή κ' ελέγαμε: ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε: πότε θα ξημερώση; Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι, γέλοια. Τη νύχτα μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας του άλλου απόφευγε το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα, με τον παραμικρό λόγο άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε αντίδικο.