United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκτελεστήν καλλίτερο δεν ήθελ' η αισχρότης. ΓΛΟΣΤ. Απέθανε; ΕΔΓΑΡ Κάθου εκεί, πατέρα. Αναπαύσου. — Ας εύρωμεν το γράμμα τουίσως μας χρησιμεύση. — Αποθαμμένος είν' αυτός. Το μόνον που λυπούμαι ότι μου έλαχεν εγώ να γίνω δήμιός του. Ιδού το γράμμα. Να ιδώ. — Συμπάθησέ με, βούλλα, συ δε, ω Χρηστοήθεια, μη με καταδικάσης. Και του εχθρού του την καρδιάν σχίζει κανείς, να μάθη το μυστικόν του.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ταραγμένο πνεύμα, αναπαύσου, αναπαύσου! — Τώρα, κύριοι μου, 'ς εσάς συσταίνομ' όλος μ' όλην την ψυχήν μου, και ό,τ' ημπορεί πτωχός άνθρωπος, όπως είναι ο Αμλέτος, να κάμη διά να δείξη πόσην αγάπην τρέφει προς εσάς, δεν θέλει λείψη, αν θελήση ο Θεός. Και τώρα μέσ' ας πάμε όλοι μαζί· και πάντοτε σας εξορκίζω το δάκτυλο εις τα χείλη επάνω να κρατήτε.

Εσύ στέκεις καλά εις τούτο το πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου επάνω εις τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον εις θυσίαν ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να προστρέξης εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά να κάνη θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας άνθρωπος ευλαβής της θρησκείας του.

Πηγαίνωμεν εις εορταίς και πανηγύρια! Καϋμένε τρελλέ, εστέγνωσε το βούκινό σου και δεν αξίζει πλέον. ΛΗΡ Ας την κόψουν λοιπόν την Ρεγάνην, να ιδούν από τι είναι καμωμένη η καρδιά της. Εσένα σε κρατώ, να είσαι ένας από τους εκατόν μου. Τα φορέματά σου μόνον δεν μου αρέσουν. Θα μου ειπής ότι είναι περσικά. Καλλίτερα όμως να τ' αλλάξης. ΚΕΝΤ Καλέ αυθέντα, πλάγιασε. Ολίγον αναπαύσου. ΛΗΡ Σιώπα.

ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Πέσε καλλίτερατην γην, ω Ληρ, και αναπαύσου! ΛΗΡ Ιδού, σαλεύει το πτερό! Σαλεύει! Ζη ακόμη!... Ω! Αν εζούσ' αληθινά,... θα ήτον ευτυχία που όσαις κι' αν υπέφερα πίκραις ταις ξεπληρώνει. Αυθέντα μου αγαπητέ. ΛΗΡ Παρακαλώ να φύγης! ΕΔΓΑΡ Είναι ο φίλος σου, ο Κεντ. ΛΗΡ Κατάρα να σας εύρη Προδόται είσθε όλοι σας! Είσθ' όλοι δολοφόνοι! Ίσως μου ήτο δυνατόν να την γλυτώσω!

Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.