Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της.

Τέλος την τετάρτην ημέραν, ο φρουρός κατώρθωσε να πληροφορηθή ότι η Αϊμά ευρίσκετο εις το μοναστήριον, και μετέδωκε την πληροφορίαν ταύτην προς τον Μάχτον. Ο Μάχτος διά νυκτός επορεύθη εις το μέρος εκείνο, κατώπτευσε τα τείχη του οικοδομήματος, και συνέλαβε το παράβολον εκείνο σχέδιον, ου την εκτέλεσιν είδομεν ότι ήρχισεν.

Τοιούτον μελοδραματικόν αίσθημα, το κατ' εμέ, δεν ηδυνάμην να δώσω εις την Αϊμάν, αφού δεν ήτο βέβαιον ότι η Αϊμά ηρωτεύετο τον Μάχτον. Και πώς η Αϊμά, αυτή κινδυνεύουσα, φοβείται διά τον Μάχτον, όστις δεν κινδυνεύει; Τούτο είνε δυσνόητον. Έπειτα ο Μάχτος κρατεί ακίνητον τον Πρωτόγυφτον επίτηδες, διά να δώση καιρόν εις την Αϊμάν να φύγη, ως να προϋπήρχε συνεννόησις μεταξύ των δύο περί της φυγής!

Η Γύφτισσα ανήψε φως και είδεν ότι το πράγμα εκείνο ήτο κάνεον πλήρες ασπρορρούχων. Φαίνεται ότι η γυνή εκείνη, ήτις είχεν αρπάσει το κάνεον εκ των χειρών της Αϊμάς, ενόμισε καλόν ν' αποδώση διά νυκτός το αφαιρεθέν πράγμα. Τον δε Μάχτον είχε κατορθώσει ευχερώς η Αϊμά να παροξύνη και να καταπραΰνη, ότε επανήλθον αμφότεροι την εσπέραν εις την καλύβην.

Όχι, είπεν η Αϊμά, αρχίσασα να συνέρχηται εις εαυτήν. Συγχρόνως δε απηύθυνε προς τον ξένον νεύμα τι· το νεύμα τούτο δεν ενόησεν εκείνος, είχε δε την εξής έννοιαν·Μη λέγης τίποτε εις τον Μάχτον διά το πανέρι με τα ρούχα.

Ήκουσα ότι...ειξεύρεις ότι ο Μάχτος δεν είνε αδελφός σου, είπεν ο Πλήθων. Η περίφρασις δε αύτη εσήμαινεν: «Ήκουσα ότι...αγαπάς τον Μάχτον». — Ειξεύρω βεβαίως ότι δεν είνε αδελφός μου, είπεν η Αϊμά ερμηνεύουσα κατά γράμμα την φράσιν. — Λοιπόν... μήπως τυχόν θέλεις;...„ — Τι να θέλω; ηρώτησεν απορούσα η Αϊμά. — Μήπως θέλεις να τον νυμφευθής; — Εγώ; έκραξεν έκπληκτος η Αϊμά.

Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα. — Είνε γυιός μου, είπεν.

Εν τούτοις είνε βέβαιον ότι η νεάνις επόθει διακαώς να επανίδη τον νέον εκείνον ον αποτόμως είχεν εγκαταλίπει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος, αφού ενόμιζεν ότι κατέστησε την νέαν ευτυχή, και εσεμνύνετο διά τούτο, έπεμψε τον Θευδάν όπως προσκαλέση τον Μάχτον να έλθη.

Εν τούτοις κατώρθωσε τώρα να εισαγάγη διά της οπής τα δύο τεμάχια. Η Αϊμά τα ήρπασεν. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης διά τον Μάχτον; ηρώτησεν ο Τρέκλας. Η Αϊμά δεν ήκουσεν. Έρριψε το βλέμμα επί της επιστολής. Αλλά δεν ηδύνατο να την αναγνώση. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης; επανέλαβεν η φωνή του Τρέκλα. Εγώ θα φύγω τώρα.

Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της. — Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε. — Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά; — Όχι. — Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν