United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπόταν δε είδα πώς εκείνος έφυγεν, έτρεξα εγώ και επήγα εκεί, και σκάπτοντάς τον ίδιον λάκκον έβγαλα εκείνο το σακκί· βγάνοντάς το βλέπω που ήτον μέσα μία ωραιοτάτη νέα, η οποία εφαίνετο πως να έδινε την υστερινήν αναπνοήν· τα φορέματά της, με όλον που ήταν γεμάτα από αίματα, δεν εμπόδισαν που να την φανερώνουν πώς ήτον από αίμα ευγενικόν.

Ησθάνετο δε ακατανίκητον επιθυμίαν ν' αναβή εις το καράβι.. Τι να κάμη; Δις και τρις εδοκίμασε να προσκολληθή πότε εις έν πότε εις άλλο κοντοστύλι, ας ήτο και η βάσις των επισφαλής, και ν' αναρριχηθή τολμηρώς έως την κωπαστήν του καραβιού. Δις και τρις τον είδαν, πότε ο πρωτομάστορης, πότε είς των μαραγκών, και μετ' αυστηρότητος τον εμπόδισαν.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω, νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον · κ' εκεί όπου τον ηύρα να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν μη έπεσε θανατικόν, κ' εσφράγισαν τας θύρας, και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι, κ' εμένα εις την Μάντουαν μ' εμπόδισαν να 'πάγω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;

Και οι Βούλγαροι, οι έξυπνοι, ένοιωσαν ποια είναι η δύναμη του Ρωμιού, η κοινότητά του. Να αφανίσουν δηλαδή τις Ελληνικές κοινότητες. Χωρίς κανένα νόμο βαυαρέζικο αυτοί, έσβυσαν μια μέρα τις κοινότητες, άρπαξαν εκκλησίες, σκολειά, κοινοτικές περιουσίες, έκαψαν χωριά, έδιωξαν τους δεσποτάδες, εμπόδισαν τους δασκάλους, τους παπάδες, τους εφόρους, και παν και οι κοινότητες και η ελληνική ζωή!

Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα εγώ ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος σου από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που εμπόδισαν την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά τρεις ημέρες, που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον μου νυμφίον, και εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου αρπάχθηκα αιφνιδίως από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν στιγμήν εφέρθηκα εδώ που με βλέπεις.

Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος, συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου, ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον που ήτον εις τον θόλον.

Περιττόν είνε να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγεινε καλά. Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είνε φρόνιμη, ήσυχη, νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύη πολλά.

Η ευγένεια της ψυχής μου είνε τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δεν μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήση, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρη.

Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των. Η Λίγεια επανελάμβανε: — Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.