United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι πέντε μακραί κλίμακες, αι οποίαι έφθανον μέχρις επάνω εις την φωλεάν και ήσαν στηριγμένοι καθέτως εις την πλευράν του βράχου, εφαίνοντο ότι ήσαν ασθενές καλάμι· και τώρα μόλις είχον να υποστώσι το επικινδυνωδέστατον· έπρεπε να αναρριχηθή κανείς, όπως ημπορεί και αναρριχάται η γάτα· αλλά ο Ρούντυ αυτό ίσα-ίσα το ήξευρε, του το είχε διδάξει η γάτα· ούτε έπαιρνε μυρωδιά από τον Ίλιγγον, ο οποίος 'πίσω του ήτο μέσα 'στον αέρα και είχε τεντωμένους επάνω του τους ως πολύποδας βραχίονάς του.

Ησθάνετο δε ακατανίκητον επιθυμίαν ν' αναβή εις το καράβι.. Τι να κάμη; Δις και τρις εδοκίμασε να προσκολληθή πότε εις έν πότε εις άλλο κοντοστύλι, ας ήτο και η βάσις των επισφαλής, και ν' αναρριχηθή τολμηρώς έως την κωπαστήν του καραβιού. Δις και τρις τον είδαν, πότε ο πρωτομάστορης, πότε είς των μαραγκών, και μετ' αυστηρότητος τον εμπόδισαν.

Μία ποτέ βάρκα, ως διηγούντο, εισπλεύσασα διά να συλλέξη καραβίδας και παγούρια, ενώ είς των ναυβατών είχεν αναρριχηθή εις το τρομερόν ύψος του βράχου διά να συλλέξη κρίταμα, εκάθισεν επάνω εις μίαν φώκην ζωντανήν φράττουσαν ακριβώς το πλάτος του στομίου. Το σκοτεινόν ζώον ανεταράσσετο, ήσπαιρεν, η μικρά σκάφη επάλλετο, έτρεμε, και δεν ημπορούσε να υπάγη ούτε εμπρός ούτε οπίσω.

Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.

Τοιούτον όρος εφύτευε προ των ποδών του ταλαίπωρου Γύφτου ο μεγαλορρήμων εκείνος άνθρωπος. Ο δυστυχής Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αναρριχηθή επ' αυτού. Μετ' ολίγας στιγμάς ο ξένος είχε πραϋνθή και ταπεινώσας τον τόνον ήρχισε να λέγη·Δεν πειράζει, φίλε μου, αν δεν εννοής. Επειτα είνε και περιττόν να εννοήσης. Αρκεί να συνεννοηθώμεν εις όσον το κατά σε. Ο Γύφτος εθεώρει ατενώς.

Κ' επάνω εις τους δύο εκείνους υψηλοκρήμνους σκοπέλους, όστις θα ετόλμα ποτέ ν' αναρριχηθή, διά να συλλέξη αν δύναται εξαίσια λάχανα και θαυμάσιας αγριοκράμβας, οφείλει να ζωσθή καλώς με χονδρόν σχοινίον περί την μέσην, να προσδέση το έν άκρον εις τον χονδρόν κορμόν του γηραιού θαλασσίου θάμνου, του προσφυομένου επί της οφρύος του βράχου, είτα ν' αναρριχηθή εις το μέτωπον του κρημνού αργά και με άκραν προφύλαξιν, και πάλιν βέβαιος δεν θα είναι αν θα ευτυχήση να κατέλθη σώος και υγιής από το ύψος, εκείνο, όπου οι γλάροι θρηνωδώς κρώζοντες περιίπτανται περί τας γωνίας του βράχου και τας εξοχάς, περί το μέρος όπου κρύπτεται η φωλεά των, εις την θέαν του ξένου επιδρομέως.

Εάν τυχόν κανείς απ' αυτούς ήτο τόσον «μάνας γυιός», ώστε ν' αποφασίση και να κατορθώση ν' αναρριχηθη εις τον βράχον, αυτή είχεν ετοίμην και την «υποχώρησιν». Εγνώριζεν έν άλλο μονοπάτι, έσωθεν της διπλής κορυφής του πετρώδους βουνού, σχίζον εις δύο τας συστάδας των βράχων, το οποίον γνωστόν εις μόνους τους αιγοβοσκούς των μερών τούτων, έφερε κατ' ευθείαν εις τας μάνδρας και τας κατοικίας των.