United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Δημοσθένης είδεν ότι δεν έπρεπε να χάνη καιρόν· πείσας τον Νικίαν να παραδεχθή το σχέδιόν του επεχείρησε να επιτεθή κατά των Επιπολών. Και ενόσω μεν ήτο ημέρα του εφαίνετο αδύνατος η λαθραία ανάβασις.

Αφού επέρασαν δύο χρόνοι που εχωρίσθησαν τα αδέλφια, έλαβε πόθον ο Αϊδήν να ιδή τον αδελφόν του και διώρισε να του στείλη αποκρισάριον τον βεζύρην του, διά να τον καλέση εις την Ινδίαν, διά να συνευφρανθούν αναμεταξύ των ολίγον καιρόν· όθεν και τον έστειλε με μεγάλην παράταξιν.

Τω όντι, ουδέ συγκίνησις με κατέλαβεν, ενώ παρευρισκόμην εις τον θάνατον ανθρώπου φίλου μου· διότι ο μακαρίτης μου εφαίνετο ευτυχής, Εχεκράτη, και εκ της συμπεριφοράς του και εκ των λόγων του, και τόσον αφόβως και γενναίως ετελείωνε την ζωήν του, ώστε μου εφαίνετο, ότι εκείνος δεν επήγαινεν εις τον Άδην χωρίς την βοήθειαν κανενός θεού, αλλά και ότι, αφού υπάγη εκεί, θα είναι ευτυχής περισσότερον από κάθε άλλον καθ' οιονδήποτε καιρόν· ένεκα τούτων λοιπόν καμμία δυνατή λύπη δεν με εκυρίευσε, καθώς θα ενόμιζε κανείς ότι θα επάθαινα φυσικά, παρευρισκόμενος εις λυπηρόν πράγμα· ούτε πάλιν και ευχαρίστησις, καθώς συνήθως, οπού εκάμναμεν συζήτησιν περί φιλοσοφίας, διότι τοιαύτας ομιλίας εκάμναμεν· αλλά, πραγματικώς, μία εντύπωσις παράξενος, και έν ασυνήθιστον μίγμα, έν ανακάτωμα ευχαριστήσεως και λύπης με κατέλαβε, καθώς εσυλλογιζόμην ότι ένας τοιούτος άνθρωπος επρόκειτο ν' αποθάνη· και όλοι ημείς οι παρευρισκόμενοι ευρισκόμεθα σχεδόν εις την ιδίαν ψυχικήν κατάστασιν, άλλοτε μεν γελώντες, άλλοτε δε δακρύζοντες· ένας δε από ημάς και εξαιρετικώς από τους άλλους· συ βεβαίως γνωρίζεις τον άνθρωπον τούτον και τον χαρακτήρα του.

Κρύψου, τρελλέ, και κύτταζε τι γίνεταιτον κόσμον. και τότε μόνον να φανής, όταν η ψεύτρα φήμη που τ' όνομά σου το κακόν εξευτελίζει τώρα, πεισθή ότι 'πλανήθηκε και σε καλέση 'πίσω. — Απόψε ό,τι κι' αν συμβή, ο βασιλεύς γλυτώνει. Πρόσεχε τώρα. Προσοχή! Εν τω μεγάρω του Γλόστερ. Μη χάνεις καιρόν· πήγαινε να εύρης τον άνδρα σου, Δείξε του αυτό το γράμμα.

Μουφάκ Αγά, του λέγει ο Κατής, ο ουρανός δεν θέλει η έχθρα μας να διαρκέση διά πολύν καιρόν· αυτός μας προσφέρει ένα αίτιον διά να εξαλείψη τούτο το μίσος, το οποίον ξεχωρίζει από πολλούς χρόνους τες φαμίλιες μας. Το βασιλόπουλον της Βάρσας έφθασεν εψές εις το Μπαγδάτι αγνώριστον, και ήλθε και κατέβηκε εις το παλάτι μου.

Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης. Αλλά το εξής βεβαίως, φίλοι μου, είπεν ο Σωκράτης, είναι δίκαιον να σκεφθώμεν, ότι, αν η ψυχή είναι αθάνατος, έχει επομένως ανάγκην από φροντίδα δι' αυτήν, όχι μόνον διά τούτον τον καιρόν, κατά τον οποίον διαρκεί εκείνο, το οποίον ονομάζομεν ζωήν, αλλά δι' όλον εν γένει τον καιρόν· και ο κίνδυνος τώρα μάλιστα και θα αποδειχθή, ότι είναι παρά πολύ φοβερός, εάν κανείς παραμελήση αυτήν.

Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.

Παρετήρει αυτάς μετά προσδοκίας και ανυπομονησίας. Θα έκαμναν πολλά κατσικάκια, θα τα ανέτρεφε, θα τα επώλει και θα επλήρωνε τον σκληρόν Γιαννίκον, και δεν θα τον είχεν ανάγκην να της πάρη ό,τι κι' αν έχη! Και μετά συγκινήσεως ηρίθμει διά των δακτύλων τας παρερχομένας ημέρας ίνα εύρη την ημέραν του τοκετού. — Κοντεύει, δεν κοντεύει· εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν· βάλε από τον άι-Δημήτρη!.