United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. «Εμείς και σεις! Εσείς και μεις

Βάβα! βάβα! είπεν αίφνης διακόψασα το τραγούδι· βυζαίνουν τα κατσίκια! — Αλήθεια μωρή! είπεν η γρηά. Και πλήρης χαράς παρετήρησεν ότι τα κατσίκια, εβύζαινον. Δόξα σοι ο θεός! Αι κατσίκες πρότινων ημερών είχον αβασκαθή. Ο Βόλας, ο οποίος επέρασεν εκείθε και είδε τους μαστούς των κατσικών πλήρεις γάλακτος, ήνοιξεν έκπληκτος τους οφθαλμούς του κ' εφώναξε: — Μωρέ! τι φόρτωμα πώχουνε!. . . .·

Η γρηά Γαλανή ήτο εις μεγάλην απελπισίαν: αν ο καιρός εξηκολούθει άστατος και οι κατσίκες δεν εύρισκον το γάλα των, τα κατσικάκια θα έλυωναντα πόδια των. . . Και μετ' ολίγον η φοβερά όψις του Γιαννίκου θα εφαίνετο προ της καλύβας και θα ηκούετο η τραχεία του φωνή, η οποία όπου αντηχήση φέρει καταστροφήν, ως η φωνή της κουκουβάγιας. — Βάλε και τη σούβλα· βάλε και το κουδούνι!

Βροχή ραγδαία και συνεχής κατακλύζει την γην· τα σπαρτά μαστιζόμενα αδιακόπως από την βροχήν δεν δύνανται ν' ανακύψουν· τα κτήματα δεν ημπορούν να καλλιεργηθούν, διότι είνε υγρά· τα πρόβατα κ' αι κατσίκες υποφέρουν· τα μικρά κατσικάκια και τ' αρνία, εις το πρώτον στάδιον της αναπτύξεώς των ευρισκόμενα, έχουν ανάγκην ήλιου, θάλπους διά να δυναμώσουν.

Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Πτωχή Γαλανή! όλα, όλα θα τα πάρη· θα μείνης μόνη, κατάμονη εντός των γυμνών τοίχων της καλύβας, την οποίαν δεν θα ηρνείτο να κατάσχη αν του ήτο δυνατόν!. . . Ευτυχώς κατά την ώραν εκείνην διήλθε τις εκείθεν, γνώριμος του Γιαννίκου και κατέπεισεν αυτόν να δώση προθεσμίαν μέχρι του Μαΐου εις την Γαλανήν. Έκτοτε η μόνη της ελπίς ήσαν αι κατσίκες εκείναι.

Η πτωχή Γαλανή, άφωνος από την λύπην, έβλεπεν αφαιρούμενα το έν μετά το άλλο όλα της τα πράγματα, εναποτιθέμενα εις σωρόν πολυποίκιλον και ανώμαλον έξω, παρά την θύραν της καλύβας. Εκεί πλησίον ίσταντο αι κατσίκες διά των αθώων βλεμμάτων και των παραπονετικών βελασμάτων των δεικνύουσαι, ότι εννόουν τα συμβαίνοντα, ότι πολύ ελυπούντο διά τον αποχωρισμόν.

Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.