United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αυτός ενόμισε χρέος του να μη φωνάξη δυνατά, επειδή ήτο εν στολή. Έμεινε λοιπόν εις τον δρόμον. Εκεί ήρχισε να ψυχαλίζη· η ψυχάλα έγεινε μετ' ολίγον βροχή ραγδαία. Όταν επέρασεν η βροχή, εβγήκαν έξω τα παιδία της γειτονίας να παίξουν. Έν από αυτά είδε τον στρατιώτην και τον επήρε, και εφώναξε προς τους συντρόφους του: — Ελάτε να τον βάλωμεν να ταξειδεύση.

Ητοιμαζόμην να τον αποχαιρετήσω αναβάλλων εις την προσεχή μου επίσκεψιν την ακρόασιν των παραπόνων του κατά της πολιτικής, όταν η προ πολλού υπεράνω της κεφαλής μας αιωρούμενη βροχή ήρχισε να καταπίπτη ραγδαία. Μου επρόσφερε τότε άσυλον εις το παράπλευρον του εκκλησιδίου παράπηγμα και με παρεκάλεσε να του προσφέρω ολίγον ρετσινάδον ως προφυλακτικόν κατά της υγρασίας.

Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του. Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι' ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς.

Βροχή ραγδαία και συνεχής κατακλύζει την γην· τα σπαρτά μαστιζόμενα αδιακόπως από την βροχήν δεν δύνανται ν' ανακύψουν· τα κτήματα δεν ημπορούν να καλλιεργηθούν, διότι είνε υγρά· τα πρόβατα κ' αι κατσίκες υποφέρουν· τα μικρά κατσικάκια και τ' αρνία, εις το πρώτον στάδιον της αναπτύξεώς των ευρισκόμενα, έχουν ανάγκην ήλιου, θάλπους διά να δυναμώσουν.

Του ιατρού το δωμάτιον έκειτο πλησίον της μηχανής. Ο άνεμος έπνεε φοβερός, ο αφρός των κυμάτων κατέπιπτεν ως ραγδαία βροχή, μετά κόπου ηδυνήθην να φθάσω μέχρι της θύρας του ιατρού. Την έκρουσα επανειλημμένως, μέχρις ου επί τέλους ηκούσθη η φωνή του. — Ποίος είναι; — Μία ασθενής σε ζητεί. — Α! Γνωρίζω ποία! Έλα μέσα. Και ήνοιξε την θύραν. Δεν είχεν εκδυθή.

Η θάλασσα αδιακόπως εισερχομένη από της πρώρας και χυνομένη από τα πορτέλα, ορθάνοικτα, κατά κυματισμούς, εν αφρώ και βροχή ραγδαία, κατεπλημμύρισε το κατάστρωμα πλέον όπου οι ναύται ως πάπιαι, παρά τα χονδρά ξάρτια και τα κατραμωμένα παταράτσα, ανέμενον πάντοτε τας διαταγάς του πλοιάρχου, όστις ίστατο ακίνητος, τετράγωνος, ανεμιζόμενος, ασκεπής, με το τσιγάροτο στόμα, μισοφαγωμένο, επάνω εις την πρύμνην, κρατών τα ναυτικά δίοπτρα και βλέπων το ηγριωμένον πέλαγος, ατάραχος ως κορμός δρυός εν ώρα καταιγίδος.

Η χάλαζα εν τούτοις εξηκολούθει ραγδαία και αδιάκοπος· παχεία ως κάρυον, έπιπτε κροτούσα επί των πόλεων και των χωρίων, επί των φυτειών και των σπαρτών και των δένδρων, προ πάντων όμως πυκνή, πυκνοτάτη επί του λόφου και της καλύβας της γρηά Γαλανής. Εβράχη, ως και η γλώσσα της πτωχής μέχρις ου δυνηθή να βάλη εις το μανδρί τα κατσίκια και τας κατσίκας της.