United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς, πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων και των γάμων: — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα Χριστόψωμα.

Προς τας δύο γωνίας της δυτικής πλευράς, υψηλά προς την οροφήν ως εν ασφαλεία εκεί, ήσαν κρεμασμένα στεφάνια γάμου αποθανόντων ανδρογύνων, δύο-δύο δεμένα και ξεθωριασμένα πλέον, των οποίων είχον αποτριβή από τον χρόνον τα φύλλα της λεμονέας και τα βαράκια, εδώ και εκεί.

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε. Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες. — Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε. Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια. — Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά. Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο.

Πηγαίνοντας ετοίμαζα το λόγο μου και ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλοπάτια να του τον ξεφωνήσω. Ευρήκα το σπήτι άδειο, τα παράθυρα ανοιχτά και μόνον ένα αξυπόλητο στρατιώτη, που εσφουγγάριζε τα πατώματα κ' εμιλούσεν ελληνικά.

Δύο-δύο έφευγον αι φαιαί αγριοπεριστεραί. — Τι ώμορφα, πατέρα, τι ώμορφα, ανέκραξεν η Ελένη. — Γρήγορα θα έχωμεν γάμους, επροφήτευσεν ο γέρων. Τα βλέπετε; Δύο-δύο φεύγουν, και είνε οκτώ τα στακτερά περιστεράκια. Έτσι θα φύγετε και σεις δύο-δύο να πάτε ς' της φωλίτσες σας. Και ετραγούδησεν ο γέρων: Σαν τα πουλιά που φτέρωσαν πετούνε ένα-ένα τα όνειρα της νειότης μου τα μοσχοαναθρεμμένα.

Ο κυρ-Δημάκης εννοήσας ότι ακόμη δεν ήτο καιρός να μετρήση, ανοίξας την κοπάναν και ιδών πόσον έλαιον εν αυτή υπήρχεν, υπολογίσας δε την ώραν καθ' ην θα ήτο ανάγκη να λάβη το δέκατον, απήλθεν εις άλλο ελαιοτριβείον, προς μεγάλην λύπην του μογιλάλου, εν ώ ήδη οι εργάται, αφού απετίναξαν από τας πάνας την ξηράν πυρήναν, συναθροισθέντες εν κύκλω περί τον πύραυνον και την χήραν, ήρχισαν να καταβροχθίζωσι δύο-δύο τας απαλάς ως κουκούλια τηγανίτας, βυθίζοντες αυτάς εις το κύπελλον του μέλιτος, ως αρπακτικά πτηνά.

Πηγαίνουν σιγά, με καλή σειρά δύο-δύο, κ' είναι ωραίο να τους βλέπη κανείς, πλούσια ντυμένους απάνω στα στολισμένα με χρυσοκεντημένο βελούδο περήφανα άλογά τους. Έπειτα πέρασε ο Βασιληάς Μάρκος. Θαμπώθηκε ο Καερδέν βλέποντας τους υπασπιστές γύρω του, δυο από τη μια μεριά, δυο από την άλλη, ντυμένους στο χρυσάφι και στην πορφύρα. Κ' έπειτα προχωρεί η πομπή της Βασίλισσας.