Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Μετά λίγην ώρα εβγήκεν από την κρεββατοκάμερα άλλος γιατρός που είπε πως πρέπει ν' αφήσουν τον άρρωστον να ησυχάση. Λίγο—λίγο άρχισεν ο κόσμος να φεύγη, έως ότου δεν απέμειναν παρά ο γιατρός, ο παπάς και δυο σπητικοί φίλοι. Τα μεσάνυκτα επήγαν κ' εκείνοι να εξαπλωθούν εις το επάνω πάτωμα, αφού έδωκαν παραγγελία εις τον στρατιώτη της υπηρεσίας να μείνη στη σάλλα και αν τύχη τίποτες να τους κράξη.
Του αντιστάθηκα καλύτερα απ' ότι στο Βούλγαρο στρατιώτη. Ένα έντιμο πρόσωπο μπορεί να βιαστή μια φορά, μα η αρετή του δε χάνεται. Ο Εβραίος για να με δαμάση, μ' έφερε σ' αυτό το εξοχικό σπίτι, που βλέπετε. Πίστευα ως τώρα, πως δεν υπήρχε τίποτε στη γη τόσο ωραίο σαν τον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ: είχα απατηθεί. Ο μέγας Ιεροξεταστής με παρατήρησε μια μέρα στη λειτουργία.
Κι άλλος τον έλεγε Άι Γιώργη κι άλλος Άι Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας. Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, πού την είχε βρη.
— Αμ' εσύ με ποιόν έχεις κάμη, ωρέ, ως τώρα 'σ τον πόλεμο; — Εγώ, στρατηγέ μ'; Πολέμησα 'σ 'την Άρτα νυχτόημερα με τον Καραϊσκάκη, πολέμησα 'σ το Νιοχώρι, 'σ το Κομπότι, πολέμησα . . . — Καλά, φεύγα! λέει και 'σ αυτόν ο Ίσκος. Ύστερα γυρίζει κατά το Ράγκο· — Γράφε, Ράγκο! του λέει πάλι. Φωνάζει άλλον στρατιώτη. Αρχίζει κ' εκείνος τα δικά του· — Πολέμησα 'σ του Κοράκου το γιοφύρι, πολέμησα . . .
Κ' έβγαλαν ταρσενικό Φιλοποίμη και το κορίτσι Αγέλη· κ' έτσι κι αυτά εγέρασαν μαζί τους. Εστόλισαν και τη σπηλιά κ' εκρέμασαν ζωγραφιές κ' εχτίσανε βωμό του βοσκού Έρωτα· μα και στον Πάνα έφτιασαν ναό για να κάθεται αντί στην κουκουναριά, βγάνοντάς τονε Πάνα στρατιώτη.
Είμαι σαν τον στρατιώτη που πήγε στον πόλεμο: επιστρέφω, αλλά δεν μπορώ να φοράω αυτά τα ρούχα.» «Πες μου τουλάχιστον, πού πήγες;» «Τίποτε το σπουδαίο, θέλησα να γυρίσω λίγο τον κόσμο.
Σηκόνομαι, παίρνω ένα στρατιώτη, πούξερε τούρκικα, μαζί μου και του λέω: Δω που θα πααίνουμε, μεις θα κραίνουμε ρωμαίικα κι ό,τ' ακούς συ τούρκικα να μ' τα λες εμένα ρωμαίικα. Τι λέει ο τσαούσης; του λέω. Τον ταγματάρχη ζητάει, κυρ λοχία. Γέλασα. Μας νόμισαν πως είμαστε ολάκερο τάγμα.
— Παππού, ε, παππού· ηκούσθη αίφνης φωνή παιδιού, εισορμήσαντος εν θορύβω εις τον οικίσκον και ριφθέντος επί των γονάτων του· δεν το θέλω πια το καρυοφύλλι σου· να μου πάρης ένα σαν του στρατιώτη. . . Ο Χειμάρρας έστρεψε και ητένισεν αυτό καταπνίγων τους λυγμούς του.
Εκεί εσήμαναν μεσάνυκτα, και — μπουμ! το σκέπασμα της ταμβακοθήκης ανοίγει διά μιας! Αλλ' αντί ταμβάκου είχε μέσα ένα μικρόν μαύρον διάβολον. Ήτο παιγνίδι και αυτό, και όχι καθ' εαυτό ταμβακοθήκη. — Στρατιώτη! εφώναξεν ο μικρός αυτός διάβολος. Γύρευε την δουλειάν σου και μη βλέπης την κοπέλαν ! Ο στρατιώτης εκαμώνετο ότι δεν ακούει. — Καλά, καλά! αύριον βλέπεις τι θα πάθης, είπεν ο διάβολος.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Πλησιάσατε! Δεν τα βλέπω καλά. Ηπατήθη ο Καίσαρ. Β’. ΦΥΛΑΞ. Ήλθεν ο Δολοβέλλας εκ μέρους του Καίσαρος· φωνάξατέ τον. Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι είν' αυτά; Είναι καλά αυτά, Χάρμιον; ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ καλά και αρμόζοντα εις βασίλισσαν, η οποία κατάγεται από τόσους μεγάλους βασιλείς. Αχ, στρατιώτη. ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Τι συμβαίνει εδώ; Β’. ΦΥΛΑΞ. Όλαι απέθανον. ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ασφαλώς προείδες, Καίσαρ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν