United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το σημάδι το οποίον ηύρα εντός της Μ α τ θ ί λ δ η ς συμπεραίνω, ότι η κυρία αδελφή σας, εις την οποίαν είχα δανείσει το βιβλίον, δεν το ετελείωσεν ακόμη. Δι' αυτό σας το επιστρέφω, και σας παρακαλώ να το βάλετε πάλιν όπου το ηύρατε. Κρατώ δε τας ευχάς σας και σας ευχαριστώ δι' αυτάς από καρδίας. Μαρία.

Αγάπη μου σ' αφίνω. — Αμέσως, παραμάνα μου. — Έσο πιστός, Μοντέκη. Πρόσμειν' εδώ μίαν στιγμήν κι’ αμέσως επιστρέφω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ευλογημέν' η νύκτ' αυτή και τρις ευλογημένη! Φοβούμαι μήπως όνειρον ήτον αυτό που είδα· τόσον μου φαίνεται γλυκόν, που μόλις το πιστεύω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ, επιστρέφουσα εις το παράθυρον. Δυο λόγια μόνον να σου ‘πώ, κι’ αλήθεια καλήν νύκτα.

Την δουκαρχία σου επιστρέφω, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσης γιατί σ' έχω αδικήσει. Αλλά πώς γίνεται να ζη ο Πρόσπερος, και να είν' εδώ; ΠΡΟΣΠ. Πρώτα, ευγενικέ μου φίλε, ν' ασπασθώ τα γερατειά σου· δίχως μέτρο, δίχως όρια είναι η τιμιότης σου. ΓΟΝΖ. Αν αυτό, που βλέπω, είναι ή δεν είναι, δεν ορκίζομαι.

Είμαι σαν τον στρατιώτη που πήγε στον πόλεμο: επιστρέφω, αλλά δεν μπορώ να φοράω αυτά τα ρούχα.» «Πες μου τουλάχιστον, πού πήγες;» «Τίποτε το σπουδαίο, θέλησα να γυρίσω λίγο τον κόσμο.

Αν από σας τους Σπαρτιάτας έλειπεν η δόξα των όπλων και η πείρα των πολέμων, εις τα άλλα δεν θα είχατε καμμίαν υπεροχήν. ΧΟΡΟΣ Οι γέροντες είναι βίαιοι, και δύσκολα προφυλάττονται από τον θυμόν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πολύ φέρεσαι προς τας ύβρεις. Εγώ ελθών εδώ δεν θα κάμω τίποτε κακόν διά της βίας, ούτε θα ανεχθώ. Και τώρα μενεπειδή δεν έχω καιρόν να χάνωεπιστρέφω οπίσω.

Κυρά, της λέγει ο βασιλεύς, εγώ μεταβάλλω την απόφασίν μου, και με κάθε δικαιοσύνην σας συγχωρώ το σφάλμα, και σου επιστρέφω την ελευθερίαν, και θέλεις ζήσει διά τον Ταλμούχ, και ο ευτυχής Ταλμούχ θέλει ζήσει δι' εσένα. Υπάγετε το λοιπόν, ω τέλειοι αγαπητικοί, να περάσετε ευτυχώς το επίλοιπον της ζωής σας, και παρακαλώ τον ουρανόν κανένα πράγμα να μη συγχίση πλέον την ησυχίαν σας.

Είναι αλήθεια, πως έβγαλα μερικούς κακούς λόγους, από τους οποίους κέρδισα λίγα χρήματα, αλλ' ο ηγούμενος μούκλεψε τα μισά· τα υπόλοιπα τα διαθέτω να διατηρώ γυναίκες· αλλ' όταν επιστρέφω το βράδυ στο μοναστήρι, είμ' έτοιμος να σπάσω το κεφάλι μου στους τοίχους του κοιτώνα· κι' όλοι οι συνάδερφοι μου έχουνε την ίδια επιθυμία.

Επιστρέφω εις τον εαυτόν μου και ευρίσκω όλόκληρον κόσμον. Και πάλιν είμαι μάλλον εν προαισθήσει και αμυδρά επιθυμία παρά εις τωρινήν και ζωντανήν δύναμιν. Και τότε πλέει το παν προ των αισθήσεών μου και μειδιώ προχωρών διά τοιούτων ονείρων περαιτέρω εις τον κόσμον.

Παντελή, μείνε συ εδώ να πωλήσης χαβιάρι και περίμενέ με. Εγώ θα φύγω. ― Πού πηγαίνεις ; ― Πηγαίνω να ιδώ τον Πύργον μας. Αύριον την αυγήν επιστρέφω. Επροσπάθησεν ο Παντελής να με μεταπείση, ηθέλησε να με συνοδεύση, μου ενθύμισε την εις Θολόν Ποτάμι φυλάκισίν μου, αλλά δεν ήκουα.

Εσύ βλέπεις, ω Ταλμούχ, μου λέγει η Τζελίκα, εσύ βλέπεις την αληθή Καλεκάρην, της οποίας επιστρέφω το όνομά της, και εγώ παίρνω το εδικόν μου· δεν θέλω πλέον να κρυφθώ το ποία είμαι, αλλ' ούτε να κρύψω την χρήσιν της αποκτήσεως που έκαμες· εγνώρισα λοιπόν όλην σου την σταθερότητα, και την αγάπην σου, διά την οποίαν είμαι βεβαία, πως θέλει σου είνε εις μεγάλην σου αγαλλίασιν και δόξαν, ότι μία βασιλοπούλα σε αγαπά.