United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά πέντε περίπου ωρών οδοιπορίαν εφθάσαμεν εις θολόν Ποτάμι, αλλ' ο προβλεπτικός Παντελής δεν ενέκρινε να φέρωμεν το χαβιάρι υπό τους οφθαλμούς και την ρίνα του Αγά ή των περί αυτόν Τούρκων, και έμεινε με το ζώον του έξω του χωρίου, εις εξοχικήν καλύβην χωρικού γνωστού του, όπου εσυμφωνήσαμεν να με περιμείνη. Εγώ δε ακολουθών τους δημογέροντας εισήλθα εντός της κωμοπόλεως.

Το μάθημα με ωφέλησε, ανέλαβα την προτέραν μου ζωηρότητα και εξηκολούθησα την πώλησίν μου. Εντός δύο ημερών εξεπώλησα τους ιχθύς μου απολαύσας είκοσι τοις εκατόν ωφέλειαν. Νέα εις Σύρον εκδρομή. Επανήλθα μ' ελαιόλαδον, το οποίον επώλησα με οκτώ τοις εκατόν κέρδος, μετά δε το ελαιόλαδον ηγόρασα και μετεπώλησα χαβιάρι μετά της αυτής επιτυχίας και εξηκολούθουν ούτω δραστηρίως εργαζόμενος.

Μπορεί φυσικά να λεχθή πως το κοινό δεν τα προσέχει αυτά τα πράγματα· πρέπει όμως από το άλλο μέρος να θυμόμαστε ότι η τέχνη δεν έχει άλλο σκοπό παρά τη δική της τελειοποίηση και προχωρεί απλούστατα με τους δικούς της νόμους κι ότι το έργο που ο Άμλετ λέει πως είναι «χαβιάρι για το κοινό» είναι ένα έργο που πολύ το επαινεί αυτός ο ίδιος.

Η προσδοκία της τοιαύτης αυξήσεως ουδαμώς ηλάττονε την δραστηριότητα της συζύγου του, της καλής Παρασκευής, η οποία μας ητοίμασεν εντός ολίγου δείπνον συνιστάμενον από χλωρά κουκκία μαγειρευμένα μ' ελαιόλαδον, και από χαβιάρι το οποίον κατέβαλα εγώ, εγκαινιάσας ούτω των βαρελιών μου το άνοιγμα. Συνεκάθησε και ο φίλος του Παντελή και εφάγαμεν οι τέσσαρες ως βασιλείς.

Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Ποίαν, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Σ' έχω κάποτε ακούση να μου εκφωνής μίαν ομιλίαν· δεν επαίχθη εις την σκηνήν, ή, το πολύ, μίαν φοράν· διότι το δράμα, ως ενθυμούμαι, δεν άρεγε εις τους πολλούς· διά το κοινόν ήταν χαβιάρι · όμως, καθώς το έκρινα εγώ και άλλοι από εμέ πολύ ικανώτεροι να δώσουν γνώμην εις αυτό, το δράμα ήταν αξιόλογο, καλά χωνευμένο εις τα μέρη του, και εκθεμένο με πολύ μέτρο και τέχνην.

Τι θα λέγη η Παρασκευή, επανελάμβανε. Θα μας έχη διά χαμένους. ― Μη σε μέλη, Παντελή. Σου υπόσχομαι να ήσαι οπίσω αύριον το πρωί. Θα της χαρίσω όλον το απώλητον χαβιάρι μου, προίκα διά τον κληρονόμον όπου σου ετοιμάζει. Πόσον βραδέως παρήλθον της πρωίας εκείνης αι ώραι.

Έμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση, είδησιν εις τας τρεις, διά να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπά-Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί όσας είχε, καί τινα δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του.

Παντελή, μείνε συ εδώ να πωλήσης χαβιάρι και περίμενέ με. Εγώ θα φύγω. ― Πού πηγαίνεις ; ― Πηγαίνω να ιδώ τον Πύργον μας. Αύριον την αυγήν επιστρέφω. Επροσπάθησεν ο Παντελής να με μεταπείση, ηθέλησε να με συνοδεύση, μου ενθύμισε την εις Θολόν Ποτάμι φυλάκισίν μου, αλλά δεν ήκουα.

Ευθύς τους πλησιάζει, τους χαιρετά και τους προσκαλεί νάρθουνε στο ξενοδοχείο του να φάνε μακαρόγια, πέρδικες της Λομβαρδίας, χαβιάρι μαύρο, και να πιούνε κρασί του Μοντεπουλστιάνο, δάκρυα του Χριστού, κυπριώτικο και σαμιώτικο. Η δεσποινίς κοκκίνησε, ο θεατίνος δέχτηκε κ' εκείνη τον ακολούθησε κοιτάζοντας τον Αγαθούλη μ' έκπληξη και ταραχή, ενώ δάκρυα θαμπώνανε τα μάτια της.