Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Έπειτα δε προαπέστειλαν εις την Ιταλίαν και την Σικελίαν τρία πλοία, διά να μάθουν ποίαι πόλεις θα τους εδέχοντο, και διέταξαν αυτά να έλθουν εις συνάντησιν του στόλου μετά των αναγκαίων πληροφοριών. Διά την μεταφοράν των ίππων έν μόνον πλοίον υπήρχε φέρον τριάκοντα ιππείς. Τοιαύτη η πρώτη πολεμική παρασκευή, η οποία εξεκίνησε διά τον πόλεμον τούτον.

Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.

Η θέα του οβελού και το άσμα της χύτρας ηύφραναν την καρδίαν των καλών πατέρων, οίτινες καθήσαντες μετ' ου πολύ περί μαρμαρίνην τράπεζαν ηκόνιζον ήδη τας μαχαίρας και τους οδόντας ίνα σπαράξωσι την λείαν, ότε αίφνης οχληρά ανάμνησις ήπλωσε μέλαν νέφος επί της φαιδράς όψεως των δαιτυμόνων. «Παρασκευήείπεν ο Ραλήγος, απωθών το πινάκιον «Παρασκευήαπεκρίθη ο Ληγούνος καταθέτων την περόνην· «Παρασκευήανέκραξεν ο Ρεγιβάλδος, κλείων το πλατύ του στόμα, και πάντες εθεώρουν τας χήνας ως ο Αδάμ τον απολωλότα παράδεισον, τρώγοντες αντ' αυτών τους όνυχας εκ της απελπισίας.

Τρέχουνε στους δρόμους και μαχαιρώνουν, περνούν από τις δίπορτες φυλακές μας, και βγαίνοντας, ξαναμαχαιρώνουν. Χαιρέτησε τώρα με σέβας. Είναι οι αβοκάτοι αυτοί που περνούν, οι αστυνόμοι, οι δικαστάδες, κ' οι παρόμοιοί τους. Είναι του νόμου οι κλειδοκράτορες, και της δικαιοσύνης οι δεσποτάδες. Οι νόμοι τους είναι σε βιβλία κλεισμένοι, και μήτε τη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί με τον Επιτάφιο δε βγαίνουνε.

Και φυλλομετρούσε τη στίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθή τάχα άλλη μια φορά. — Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει ο Θεός. Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο. Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.

Γνωστοποίησις δε χειρόγραφος κολλημένη έλεγε: «Σήμερον, Χριστούγεννα, δεν έχει φαγί». Ώστε ένας ιεροδιάκονος εκ των πελατών, ελθών πεινασμένος και αναγνώσας την γνωστοποίησιν, είπε με αγανάκτησιν: — Νά η ώρα να κάμω σήμερα μεγάλη Παρασκευή! Εφθάσαμεν. Ο κυρ-Στρατής μας υπεδέχθη, σηκώσας την λάμπαν και προβάς μέχρι της θύρας. Ήτο τρισευγενέστατος ο κυρ-Στρατής.

Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος εις τον Τ ε κ έ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ' αυτούς και αναστενάζει, ως που αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήταν μόνον τούτο δεν πειράζει.

Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.

Μ' αφίνει » Και πήγε μεςτην Εκκλησιά » Με εκατό. . . Να γίνη » Σωτήρ μου δεν το ήλπιζα . . . » Να σώση την ζωήν μου.» «'Ξημέρονε Παρασκευή » Κρύα, παταγωμένη, » Γιατί τη νύχτα έβρεχε, » Και είχε πέσει χιόνι »'Ψηλάτου Πίνδου τα βουνά. » Ξυπνάω. 'Ξημερόνει. . . . » Βρισκόμαστε ολόγυρα » Απ την Τουρκιά κλεισμένοι

Και όμως οσάκις αι γειτόνισσαικαι είνε τόσον περίεργοι αι γειτόνισσαι! — οσάκις την ανέκριναν να μάθουν τα μυστικά της, εκείνη με προσποιητήν χαράν έλεγεν. — Ας είνε καλά. Παντού επήγαμε. Ναι, επήγαμε παντού. Ας είνε καλά. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε ζιαφέτια. 'Σ τον Αηλιά τρεις φοραίς. Στην αγία Παρασκευή. 'Σ τον Τσουγκριά. Είχαμε ψητά, είχαμε βιολιά, χορούς, τραγούδια, κούνιαις.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν