United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν εννοής να τα έχης έτσι καταιβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσης την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσης και συ με την καρδιά σου, να γελάση κ' η μητέρα κομμάτι, που τόσαις ημέραις δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καϋμένη. — Έλα! τω είπον τότε.

Είχον φορτώσει τούβλα από τη Μασσαλίαν, προωρισμένα διά τον σιδηρόδρομον της Ανατολής, τα οποία έπρεπε να παραδώσουν εις Νικομήδειαν, και εξ αιτίας ισχυρών βορείων ανέμων εχασομερούσαν τώρα τόσαις ημέραις έξω από το Σιτλί-Μπαχάρ.

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Για ν' ακουμπήσης, Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Στης τόσαις χάρες, Στα σπλαχνικά της Λόγια γλυκά της Πλιο δεν αργώ. Φτερά μου απλόνω, Σ' αυτή ζυγόνω Πολύ γοργό. Και στο χρυσό της Πετώ χεράκι Και στο κλουβάκι, Προμιού να μπω, Τα ζαχαρένια, Τα κουραλλένια Χείλια τζιμπώ. Αγάπη μου πολύτιμη τα λόγια σου έχω νόμο. Το λόγο, που μ' επρόσταξες τον έβαλα σε δρόμο.

Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας. — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς.

Κι' ώρα την ώρα με καρδιά καταλαχταρισμένη Τον καπετάνιο καρτερώ τόσαις βραδειαίς κι' αυγούλαις, Πότε να τον ιδώ γερός ν' αφήση τα λημέρια, Ναρθή 'ςτό σπίτι μια φορά, να κοιμηθούμε αντάμα! Ανάμεσα τρεις ποταμιαίς και πέντε κορφοβούνια Πύργος διπλοθεμέλειωτος και μαρμαροχτισμένος, Και μέσα κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβους, Κι' όλο αρμαθιάζει το φλουριά και τα μαργαριτάρια.

Τι είναι το χειρότερον; Να θέλης να πατήσω τον όρκον μου; ή το κακόν να λέγης του ανδρός μου, μ' αυτήν την ίδιαν την φωνήν που μου τον επαινούσες και ταίρι δεν του εύρισκες τόσαις φοραίς και τόσαις; Ω! φύγε, σύμβουλε κακέ! Από εδώ και πέρα θα κάμη διαζύγιον μ' εσένα η καρδιά μου. — Να ιδώ αν ο καλόγηρος μου εύρη θεραπείαν. Αν κι' απ' εκεί απελπισθώ, μου μένει ν' αποθάνω!

Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει.

Μα δεν φθάνουν τόσαις λίραις, τόσα κτήματα και πλούτη Εις τον Βίκονσφηλδ τον φαύλον, τον εβραίο, τον τσιφούτη, Αλλά θέλει και την Κύπρον αυθαιρέτως να αρπάξη Από 'μας τους αδυνάτους;. . Πα! πα! πα! Θεός φυλάξοι! Τούτο, κύριοι, δεν πρέπει, ούτε είνε δυνατόν Να αφήσωμεν την Κύπρον εις τον κύριον αυτόν

Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη, Μεςτην πυκνή τη χλωρωσά. Τόσαις χιλιάδαις κόσμος, Κι' ούτ' ένα όνειρο γλυκό, ούτ' ένα καρδιοχτύπι! 'Σ του ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδαις, Δε φέγγει πόθος μακρυνός. 'Σ τα μάτια της μαυρύλα Καιτην καρδιά της ερημιά.