United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τί λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσσαν; Ότε υπό απαίσιου κατεχομένη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλη εις άμορφον πήτταν, βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών.

Ακόμη και γαλής τίνος η σκιά, ήτις εκαμάρωνεν ως νύμφη επί τινος στέγης, ρεμβάζουσα υπό το φως της σελήνης, εζωγραφίσθη καί αυτή, ακίνητος και μεγάλη, με τας κομψάς κλίσεις των γραμμών του ευτραφούς σώματός της. Νησίς τις πετρώδης και στρογγύλη, εν μέσω του ορμίσκου, έλαμπεν ως μέγα αυγόν, το οποίον αργότερον ως κλώσσα ήθελε καλύψη με τας πτέρυγάς της η μαύρη νυξ.

Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι; Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας, τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;

Το μήκος αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ουράς, φθάνει ενίοτε τα τεσσαράκοντα εκατοστά του μέτρου, ήτοι το σύνηθες της γαλής, ανάλογος δε του αναστήματος είνε το θράσος και η θηριωδία. Πλην τούτου υπερβαίνουσι πάντας τους άλλους κατά την πολυτοκίαν.

Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε; — Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος. Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζΗ την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα.

Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό. — Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπετάν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής. — Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.

Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της οικοσίτου γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από πάσης γωνίας του οίκου. Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα κελύφη και τα σπογγίσαντα το τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν απόβλημα της τραπέζης και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα.