United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

Τί λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσσαν; Ότε υπό απαίσιου κατεχομένη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλη εις άμορφον πήτταν, βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών.

Την άφισαν λοιπόν να φύγη, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μίαν πήτταν να την τρώγη εις τον δρόμον. Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψη μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός πού τον έσερνεν ο σκύλος του και δυο σακάτηδες με τα δεκανίκια.

Εις τα παιδία είχε δώσει από μίαν πήτταν, γελώσα με την βουλιμίαν αυτών και τους κωμικούς μορφασμούς με τους οποίους κατέπινον το καίον ζυμαρικόν. Αλλ' έπειτα βλέπουσα ότι δεν εύρισκε τέλος με την παιδικήν απληστίαν, είπε: — Παιδιά, ο σύντεκνος είπε πως όποιος φάει παραπάνω από μια μυζιθρόπηττα, πριχού νάρθη από την εκκλησά, δε θα πάρη μαρτυρίκια.

Αφού δε υπεδαύλισε την πυράν, ηρώτησε με πονηρόν μειδίαμα, αν ήθελε κανέν από τα παιδιά και άλλην πήτταν και τα παιδιά, μη έχοντα την δύναμιν να καταστείλωσι την όρεξίν των, αλλά και φοβούμενα μη χάσωσι τα μαρτυρίκια, περιωρίσθησαν εις μίαν αμφίβολον άρνησιν διά μακρού πλαταγισμού της γλώσσης εις τον ουρανίσκον.

Κατ' αρχάς τινές εξ αυτών ηθέλησαν εκ συμπαθείας να προσφέρουν φαγητά, προφασιζόμεναι ποτέ μεν ότι επεθύμουν να δοκιμάση την επιτυχούσαν πήτταν των, άλλοτε δε ότι ήτο η εορτή του συζύγου ή του υιού των. Αλλ' εκείνος ευγενώς μεν, διά τρόπου όμως μη επιδεχομένου αντίρρησιν, απεποιείτο την προσφοράν, ώστε αι γειτόνισσαι έπαυσαν η μία μετά την άλλην τας καλοκαγάθους αποπείρας των.

Όταν δε έβλεπον κανέν παιδίον να τρώγη τεμάχιον από την ζεστήν και αφράτην πήτταν, εις ανάμνησιν γέροντος νεκρού διανεμομένην, μετά ιδιαζούσης θλίψεως το εθεώρουν. Ενώ τουναντίον τα εις μνήμας Μαρτύρων παρατιθέμενα κόλλυβα έτρωγον μετ' ιδιαιτέρας αγάπης, ως και τας εξ εορτών προσφοράς οπού μου εχάριζαν η μάμμη μου η Παπαλεξανδρίνα.

Εφαντάζετο ήδη εαυτόν καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την πήτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της κενής του κοιλίας.