United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά το σεισμό, πούχε γκρεμίσει τα τρία τέταρτα της Λισσαβώνας, οι σοφοί του τόπου δεν μπόρεσαν να βρουν άλλο μέσο πιο αποτελεσματικό για να προλάβουν την τέλεια καταστροφή από το να δώσουν στο λαό ένα ωραίο άουτο-ντα-φε.

Ζήτησαν τότες οι Γότθοι να πάρουν και την Αδριανούπολη, μα δεν μπόρεσαν. Όρμησαν έπειτα στην Πρωτεύουσα. Κατέβηκαν και σταθήκανε μπροστά στη Χρυσή Πύλη από το μέρος της Προποντίδας· μα και δω απότυχαν. Και τότες πρωτοφάνηκε ο μεγάλος νους του Κωσταντίνου, που διάλεξε τέτοια πρωτεύουσα. Σαστίσανε, λέει, οι Γότθοι σαν πρωτόειδαν τα πελώρια τειχίσματά της.

Τους έπιασε φόβος και τρόμος, κι ως τόσο από το χέρι τους τίποτις δεν έβγαινε, παρά στεκόντανε μισοπνιγμένοι από το ζούληγμα και σφαζόντανε σαν ταρνιά. Χύμιζαν καταπάνω τους οι Γότθοι, και χτυπούσανε με κοντάρια, πελεκούσανε με σπαθιά. Και μόλις αφού ως σαράντα χιλιάδες έπεσαν, μπόρεσαν οι άλαλοι και σάλεψαν κι ακολούθησαν το ιππικό τους.

Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.

Μα δε μπόρεσαν, γιατί εκλείστηκαν οκτώ πασάδες, και έκαψαν και τη Θήβα, εκτυπήσαν και το ορδί του Τούρκου κοντά στο Πατραντζίκι, και το Ταλάντι επήραν και ο Κούρμας λαβώθηκε. Ήρθε ο Λιμπεράκης να πάρη το Σάλονα, μα ο Κούρμας τον πήγε του κυνηγιού στο Καρπενήσι και σε τρίχα να τόνε πιάση και ολοζώντανο.

Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πώς Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν σύμμαχό τους την πονηριά και το δόλο.

Ο Δούκας ήτανε νέος, ισχυρός, αγαθός. Τον εδέχθη σαν έναν ευπρόσδεκτο ξένο. Για να κάνη χαρά και τιμή στον Τριστάνο, τίποτα δεν παράλειψε. Αλλά ούτε η περιπέτειες ούτε η γιορτές μπόρεσαν να καταπραΰνουν την αγωνία του Τριστάνου. Μια μέρα που ήτανε καθισμένος δίπλα στο νεαρό Δούκα, τόσο θλιμμένη ήταν η καρδιά του, που αναστέναζε χωρίς να το καταλαβαίνη, δυνατά.

Άλλοι φεύγουν. » Πλην όσοι απ' το σκοτωμό » Δεν' μπόρεσαν να έβγουν, » Από τους τούρκους σφάζονται, «'Σ το πέλαγο πετιώνται.» «'Σα λυσσασμένοι τα σκυλιά, » Τα τέκνα του Δερβίση, » Εσκότωναν, οι άπιστοι, » Σαν πεινασμένοι λύκοι, » Που 'μπένουνετα πρόβατα » Σκορπίζουνε τη φρίκη. » Πέρασαν 'μέραις κ' η σφαγή » Δεν είχε ακόμα σβύσει

Γι' αυτό οι γειτόνοι στέκανε και κοιτάζανε χωρίς να μπορούνε ναρθούνε να βοηθήσουν. Μόνοι τους οι δυο γέροι γλυτώσανε ό,τι μπορέσαν κ' έπειτα στέκανε και κείνοι και κοιτάζανε να καίεται ό,τι είχαν, δίχως να μπορούνε να κάμουν τίποτε. Με τις τελευταίες σπίθες που σβηστήκανε στη στάχτη, έσβησε και σ' αυτούς η τελευταία ελπίδα πως θα μπορούσανε να περάσουν άνετα τα γερατιά τους.

Αν κι' άνοιξαν πολλούς τέτοιους λάκκους και στα βουνά και στους κάμπους, δε μπόρεσαν να πιάσουν τη λύκισσα, επειδή αυτή καταλαβαίνει την ψεύτικη γις· μόνο πολλά τραγιά και πρόβατα αφάνισαν οι λάκκοι και παραλίγο και τον ίδιο το Δάφνη από τούτη την αιτία.