United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα. Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα.

Τους έπιασε φόβος και τρόμος, κι ως τόσο από το χέρι τους τίποτις δεν έβγαινε, παρά στεκόντανε μισοπνιγμένοι από το ζούληγμα και σφαζόντανε σαν ταρνιά. Χύμιζαν καταπάνω τους οι Γότθοι, και χτυπούσανε με κοντάρια, πελεκούσανε με σπαθιά. Και μόλις αφού ως σαράντα χιλιάδες έπεσαν, μπόρεσαν οι άλαλοι και σάλεψαν κι ακολούθησαν το ιππικό τους.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Άλλοι μας πάλε πήγαν κι έπιασαν τις Πέτρες και το Σταυροράχι λίγο παρακάτω, και χτυπούσανε σύγκαιρα από τη μεριά εκείνη. Οι Τούρκοι, που θαρρέψανε στην αρχή πως κατεβαίνουμε να προσπέσουμε, άμα πρωτάκουσαν τουφεκιές, λύσσαξαν και πήγαν. Όλο τους το σκυλολόγι σηκώθηκε στάρματα, κι από την ώρα εκείνη ως ταπομεσήμερο πέφτανε χαλάζι τα βόλια τους στα ταμπούρια μας καταπάνω. Είχαν και τρία κανόνια.

Πολλά χτυπήματα μ' αντήχηση καμπάνας μαντεύανε το ατσάλι του αμονιού. Μακρύτερα, ένας σωρός χτύποι μαζεμένοι, ήχοι σαν πέτρα και σίδερο μαζί, δείχνανε τα ματσακόνια που χτυπούσανε το μίνιο του καραβιού. Μια άλλη σφύρα χτυπούσε χωρίς αντήχηση πάνω σε χοντρό σκουριασμένο σίδερο., Να κι' η ξύλινη βαριά. Είχε τη φωνή βραχνή και συμμαζεμένη.

Ολόγυρα, στα σφυρίγματα των καραβιών υπήρχε πολύς αυταρχισμός κι' αδικαιολόγητη βραχνάδα, κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι θα μπορούσανε να είχανε την ειρηνική φωνή της καμπάνας, τις νότες φυσαρμόνικας, ή πιο όμορφα, το βέλασμα μικρών προβάτων., Στο μεγάλο λίκνισμα του κύματος τα κουπιά χτυπούσανε σαν κακομαθημένα χείλια, κι' από τη θάλασσα που σχιζόταν από τις επιτήδειες πλώρες έβγαιναν ο βόγκος της αγωνίας και της αντίστασης.