Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
— Τόσο καλλίτερα, είπεν ο Γύφτος μη εννοών τι έλεγε. — Βλέπω, σου αρέσει, είπεν ειρωνικώς ο ξένος. Αληθώς, αφού εξέκαμες απ' αυτήν πλέον, θα ευχαριστηθής ν' απαλλαχθής πάσης ευθύνης εις το μέλλον. — Γκρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος. — Αλλ' ησύχασε, εγώ δεν το κάμνω αυτό διά το καλόν σου. Σκοπεύω να σε φυλακίσω αύριον.
— Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα. — Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος, — Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου. — Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος. — Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες.
Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν· — Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.
Ο τελωνοφύλαξ έγρυξεν απολύσας από του στόματός του βραχνήν βλασφημίαν, εννοήσας πλέον περί τινος επρόκειτο και τι ην το ελαφρόν εκείνο φορτίον. — Τουλάχιστον να μη ξεχνάμε την τέχνην είπε, και ανέβη εις τον βράχον, όπου είχον συναχθή περίεργοι τινες νησιώται, αμερίμνως καπνίζων το σιγάρον του ως να μη είδε τίποτε.
— Δεν θα σε αφήσω, είπε τολμηρώς ο Μάχτος, τύψας το έδαφος διά του ποδός. — Ακόμη εδώ είσαι; έγρυξεν ο Γύφτος. Άμε χάσου γρήγορα. Κρου!..... Η Αϊμά είχε ρίψει βλέμμα επί του Μάχτου, και μεθ' όλον το ψηλαφητόν σκότος, οι τέσσαρες ούτοι οφθαλμοί έλαμπον αρκούντως, ώστε να συνεννοώνται. Το βλέμμα εκείνο ήτο ικευτικόν και εξέφραζεν υπερτάτην οδύνην και απόγνωσιν.
— Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπάρμπα-Στεφανής.. — Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα ο Μανώλης. Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·
Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της. — Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι γλέπεις και γελάς; Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.
— Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν