United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ήτο άριστος πολεμιστής, ώστε να μη χάση καιρόν εις περιττάς ερωτήσεις. Ήκουσε συνωφρυωμένος, αλλά χωρίς να τρομάξη. Εις τον χαρακτήρα του η πρώτη φροντίς ήτο η επιθυμία να πολεμήση. — Πηγαίνω, είπε. — Ακόμη μίαν λέξιν· λάβε έν βαλάντιον πλήρες χρυσού, λάβε όπλα και μίαν δράκα εκ των χριστιανών σου. Εν ανάγκη απάγαγέ την διά της βίας!

Έπειτα ο ανάδοχος ηγέρθη και με βήμα ολίγον ασταθές περιήλθε την τράπεζαν δίδων τα «μαρτυρίκια». Όταν δε έφθασεν εις το μέρος όπου εστέκετο η Πηγή, της εψιθύρισεν, ενώ της έδιδεν όσα περισσότερα εικοσάρια περιέλαβεν η χερούκλα του από το βαλάντιον το οποίον εκράτει: — Χαρώ το θεό σου, Πηγιό! Η κόρη συνεταράχθη και με σβυμένην φωνήν του είπε: — Να τα χιλιάσης!

Ακόμη ένα βαλάντιον ως αυτό και θα δυνηθώ να αφήσω την βακτηρίαν μου την επαιτικήν και να αγοράσω ένα δούλον . . . Ε! Αλλά τι θα έλεγες, Χίλων, εάν σε εσυμβούλευα να αγοράσης όχι δούλον, αλλά δούλην; Σε γνωρίζω ότι δεν θα έλεγες όχι! Εάν ηδύνατο να είνε τόσον ευειδής, όσον η Ευνίκη, επί παραδείγματι, θα ανενεούσο πλησίον της και μάλιστα θα είχες αυτήν ως πηγήν κέρδους έντιμον και ακίνδυνον.

Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον. — Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων. Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων.

Επίστρεψόν μου λοιπόν, αυθέντα, να υπάγω να τον εύρω, να τον ερωτήσω δι' όλα τα καθέκαστα και να μάθω τας λέξεις ταύτας. — Καλά, ευγενή φιλόσοφε, απήντηοεν ο Βινίκιος· ομιλείς ως συνετός άνθρωπος. Πήγαινε λοιπόν εις τον Ευρίκιον, αλλά χάριν μεγαλειτέρας ασφαλείας άφησε εδώ το βαλάντιον, το οποίον σου έδωσα. Ο Χίλων εμόρφασεν ολίγον, αφήκε το βαλάντιον και εξήλθεν. Επέστρεψε πολύ προ της εσπέρας.

Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.

Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η γενομένη καταστροφή. — Πάειτην οργή φόρεμα τριακοσίων δραχμών . . . — Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . ., — Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο Γιαννάκης· να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .

Τις δύναται να αντισταθή εις σε, ω δέσποτα; Όσον αφορά εμέ, διά το βαλάντιον τούτο αφ' ενός και χωριστά διά την τιμήν, την οποίαν θα έχω εις την συναναστροφήν σου, θα σε ακολουθήσω. Ο Βινίκιος τον διέκοψε μετ' ανυπομονησίας και τον εξήτασε διά μακρών περί της συνομιλίας του με τον Ούρσον.

Ο ήρως ημών έχει πολλάς εργασίας, ιδίως του ποδαριού, ως λέγει κοινώς ο λαός, αίτινες πάσαι ένα και μόνον έχουσι σκοπόν, την εις το βαλάντιον αυτού μετάγγισιν του ξένου χρήματος. Προς τον σκοπόν δε τούτον ο κ. Περδίκης ουδέν περιφρονεί, ουδέ νομίζει ανάξιον εαυτού.

Αι ημερήσιαι εισπράξεις του μικρού Γεωργίου, όσον πενιχραί και αν ήσαν, θα ήρκουν ίσως, ουχί να παχύνωσιν αλλά να θρέψωσι καν αυτόν, αν δεν επάχυνον το βαλάντιον του αυθέντου του, όστις αντ' αυτών τω εχορήγει μεγαλοδώρως δύο τεμάχια ξηρού άρτου καθ' εκάστην, αρτυόμενα δι' ελαιών μεν ή τυρού αναλόγως της ημέρας, οσάκις υπελάμβανεν εκείνος επαρκή την είσπραξιν του μικρού κορινθίου, διά ραπισμάτων δε και ύβρεων, οσάκις τω εφαίνετο γλίσχρον το προϊόν της εργασίας του παιδός.