United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν σας χρείαν;

Αυθέντη, ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος δεν είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από πολύν καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν ημέραν εις τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και αληθινά· ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο Αμπουλβάρης πρέπει να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την διήγησιν του.

Διά εκείνο δε που απαρθενεύει διά τον Μαϊάρ, ακολούθησεν η κυρά τον άλλον πραγματευτήν, εις τον οποίον επήγες την γραφήν από όνομά μου, αυτός είναι πραγματευτής του σαραγιού. Εγώ του έδωσα να καταλάβη πώς είχα χρείαν από δηνάρια, και του εφανέρωσα τα συμβεβηκότα μου, παρακαλώντάς τον να τα κρατήση μυστικά έως που να κάμω την εκδίκησιν.

Ας είναι λοιπόν, ω βασιλέα, ακολούθησεν αυτή, μιλώντας με αυτόν· άκουσον, αν επιθυμής, να μάθης το ποία είμαι· η σκλάβα που εσύ αποφασίζεις εις θάνατον, είνε θυγατέρα του Σχατάμ Χαν βασιλέως της Περσίας· και τον ίδιον καιρόν του εδιηγήθη όλην την ιστορίαν, χωρίς να αφήση τίποτε· και ωσάν ετελείωσε την διήγησίν της, αύξησε περισσότερον τον θαυμασμόν του βασιλέως.

Μίλησε Κατηγέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους.

Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, με λόγια χλυκομίλητααυτούς εστράφη κ' είπε· «Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».

Αυτοί, χωρίς να χάσουν καιρόν, εγύρισαν τρέχοντες από την ίδιαν στράταν που είχαν έλθει· και όταν απεμακρύνθησαν απ' εκείνον τον τόπον και δεν εφαίνετο πλέον το Τελώνιον, ούτε εκείνη η γυναίκα, τότε λέγει ο Αϊδήν προς τον αδελφόν του· πώς σου φαίνεται, ω Σχαζινάν, με το συμβάν που μας ακολούθησεν; είδες τι εμπιστευμένην γυναίκα έχει εκείνο το Τελώνιον αν και είναι τόσον φοβερόν; Λέγει ο Σχαζηνάν· η πονηρία των γυναικών δεν έχει παρομοίωσιν και τούτο που μας εσυνέβη δεν υπερβαίνει πολύ το κάμωμα των ιδικών μας γυναικών.

Μα η ευχαρίστησις που είχα διά την ενέργειαν που ακολούθησεν ευτυχισμένα, εμετεστράφη ογλήγορα εις τόσον πόνον. Επειδή και ευθύς που το πνεύμα μου εμπήκεν εις το κορμί της ελάφου, ο άνομος και επίβουλος Δερβύσης έκαμε να περάση το εδικόν του εις το κουφάρι μου και ωσάν έλαβε την μορφήν μου, ευθύς παίρνει το δοξάρι μου και το ετέντωσε να με σκοτώση.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45 «Μητέρα, μητα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, 'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, και τάξουόλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50 ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. κ' εγώ θα πάωτην αγορά τον ξένον να καλέσω, κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα• με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».

Ετούτα όλα, ω ωραιοτάτη Φαρουχνάζ, ακολούθησεν ο Δερβύσης, εστοχάσθηκα πλέον να μη σου τα κρύψω. Συμπάθησόν μου το στρατήγημα που επιχειρίσθηκα, διά να σου βγάλω τη ψευδή φαντασίαν και γνώμην, που είχες διά τους άνδρας, και διά να ανταμώσω την τύχην σου, με εκείνην του πλέον ωραίου Βασιλοπούλου, απ' όλα τα Βασιλόπουλα του κόσμου.